«Η Ελλάδα και οι δανειστές της πάλι σε τροχιά σύγκρουσης». Με αυτό τον τίτλο η Wall Street Journal αναλύει το ελληνικό ζήτημα και περιγράφει πώς η β’ αξιολόγηση μπορεί να εξελιχθεί σε μία νέα κρίση που να θυμίζει αυτή του 2015. «Σε μια ήπειρο που ταλανίζεται από κρίσεις, η Ελλάδα παραμένει η πηγή της ευρωπαϊκής δυσλειτουργίας» επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα.
«Παρόλο που το ελληνικό ζήτημα έχει εξαφανιστεί τους τελευταίους μήνες από τα πρωτοσέλιδα του ευρωπαϊκού Τύπου, η Ελλάδα παραμένει ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την επιβίωση της ευρωζώνης» επισημαίνει ο γνωστός αρθρογράφος Simon Nixon.
Για το λόγο αυτό, η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να πάρει μια συλλογική πολιτική απόφαση, κάτι που έως τώρα έχει σταθεί ανίκανη να κάνει, αναφέρεται στο άρθρο.
«Η κατάσταση δεν είναι καθόλου απλή» γράφει ο Nixon και συνεχίζει: «Η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν δεσμευτεί στα κοινοβούλιά τους να μην συμφωνήσουν σε εκταμίευση δόσης, εκτός μόνο εάν αρχίσει εκ νέου η συμμετοχή του ΔΝΤ στο δανεισμό. Το Ταμείο όμως για να συμμετάσχει ζητά να γίνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος, καθώς μετά από δύο αποτυχημένα προγράμματα επιθυμεί να συμμετάσχει σε ένα τρίτο πρόγραμμα μόνο εάν στο τέλος του επιτευχθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές. Για το ΔΝΤ αυτό είναι ένα θέμα θεσμικής αξιπιστίας».
Μπορεί το ΔΝΤ και η Ευρωζώνη να καταλήξουν σε συμφωνία που θα φέρει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα; Αυτό εξαρτάται βασικά από τους δημοσιονομικούς στόχους, κυρίως τα πρωτογενή πλεονάσματα, μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου το 2018.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα, η Ελλάδα έχει συμφωνήσει μεσοπρόθεσμα για πλεονάσματα 3,5%, κάτι που η Γερμανία ερμηνεύει ως μια δεκαετία. Ωστόσο λίγες χώρες το έχουν επιτύχει αυτό και πάντως καμία όπως η Ελλάδα, με αδύναμη διακυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα επιρρεπές στα οργανωμένα συμφέροντα. Το ΔΝΤ πιστεύει σε πλεονάσματα της τάξης του 1,5% για την επόμενη δεκαετία, αλλά «αυτό είναι πολιτικά τοξικό για την Γερμανία. Όσο πιο χαμηλά τα πλεονάσματα, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η ελάφρυνση χρέους». Το πώς θα λήξει αυτή η διαμάχη παραμένει άγνωστο. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, πολιτικοί παράγοντες της ευρωζώνης είναι βαθιά ανήσυχοι. Η κατάσταση αυτή έχει απειλήσει δύο φορές έως τώρα να εκτροχιάσει το πρόγραμμα, αλλά αυτό αναμένεται ότι δεν θα συμβεί και τρίτη φορά, σημειώνει η WSJ.
«Στο μεταξύ το παράθυρο της ευκαιρίας για συμφωνία δεν θα μείνει ανοιχτό πολύ καιρό» γράφει ο Nixon και εξηγεί: «Η Ολλανδία έχει εκλογές στα μέσα Μαρτίου. Τότε όμως είναι προγραμματισμένες και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, γεγονός που σημαίνει ότι χωρίς μια συμφωνία μέχρι το καλοκαίρι η Ελλάδα μπορεί να έχει εκ νέου προβλήματα ρευστότητας».
«Αξιωματούχοι πιστεύουν ότι υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια», καταλήγει ο αρθρογράφος. Το πρώτο περιλαμβάνει συμφωνία ΔΝΤ – Γερμανίας, αλλά με την Ελλάδα να υποχρεώνεται να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για την επόμενη δεκαετία και να νομοθετεί νέα μέτρα για να πείσει ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι. «Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι ασαφές αν μια ελληνική κυβέρνηση μπορεί να περάσει νέα μέτρα λιτότητας χωρίς να προκληθεί εκ νέου πολιτική αστάθεια. Η εναλλακτική είναι να συνεχιστεί το αδιέξοδο έως το καλοκαίρι και μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, επομένως η ζημιά στην οικονομία θα είναι τόσο μεγάλη ώστε η Ελλάδα θα χρειάζεται και τέταρτο πρόγραμμα για να παραμείνει στο ευρώ. Και τα δύο σενάρια έχουν τον κίνδυνο να επανέλθει η κρίση του 2015. Έχει όμως η Ευρωζώνη την ικανότητα να αποφασίσει να το σταματήσει;» αναρωτιέται ο Nixon.