Στη Φρανκφούρτη, όχι τη γνωστή πρωτεύουσα του χρήματος, αλλά μία ταπεινή κωμόπολη στα χιονισμένα σύνορα με την Πολωνία, που φέρει το ίδιο όνομα πραγματοποιήθηκε το διεθνές συνέδριο για το δίκαιο των ΜΜΕ, Media Law Days, που γίνεται για 14η χρονιά στο πανεπιστήμιο της πόλης, με πρωτεργάτη τον αεικίνητο καθηγητή Γιοχάνες Βέμπερλινγκ.
Τα συνεχή δημοσιεύματα του γερμανικού τύπου για ελληνικά ΜΜΕ που αφανίζονται, δημοσιογράφους που αντιμετωπίζουν μηνύσεις και ρυθμιστικούς νόμους που καταλήγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας φέρνουν τη χώρα μας στο «μικροσκόπιο» των συνέδρων. Μήπως τη φέρνουν και στην ίδια μοίρα με την αποσυνάγωγη Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν; Σε τελική ανάλυση όχι, εκτιμούν οι συμμετέχοντες. Συνιστούν όμως επαγρύπνηση σε ζητήματα ευαίσθητα για την ελευθερία του Τύπου.
Επίκαιρη αφορμή προβληματισμού αποτελεί το πιθανό «λουκέτο» σε μία ιστορική εφημερίδα, όπως το Βήμα. Ο Γιώργος Τζογόπουλος, πολιτικός επιστήμων και συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ, τονίζει ότι «κατ΄αρχήν η επιβίωση μίας εφημερίδας δεν πρέπει να σχετίζεται με την ιστορία, αλλά κυρίως με την κατάρτιση ενός επιχειρηματικού σχεδίου, που εγγυάται τη βιώσιμη λειτουργία της και όχι τη δημιουργία μίας υπερχρεωμένης επιχείρησης. Και βέβαια αυτό δεν σχετίζεται με τους δημοσιογράφους, αλλά με τη διοίκηση της εφημερίδας».
Κάποιοι διερωτώνται, μήπως η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας του Τύπου θεμελιώνει την υποχρέωση του κράτους να παρέμβει. Για να θέσουμε αντίστροφα το ερώτημα: συνιστά παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου η αποστασιοποίηση της πολιτείας; Και στη Γερμανία είχε γίνει παλαιότερα συζήτηση για ενδεχόμενη διάσωση της ιστορικής εφημερίδας Frankfurter Rundschau με πολιτική παρέμβαση. Ανακεφαλαιώνοντας ωστόσο τη γερμανική εμπειρία, ο Βέμπερλινγκ εκτιμά ότι «το κράτος δεν μπορεί να παρεμβαίνει για να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των ΜΜΕ. Δεν είναι αυτή η αποστολή του».
Κρατική παρέμβαση στις τηλεοπτικές συχνότητες;
Εγκράτεια οφείλει να επιδεικνύει το κράτος και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα στην εκχώρηση τηλεοπτικών συχνοτήτων. Όταν τη σχετική διαδικασία υλοποιεί η ίδια η κυβέρνηση και όχι μία ανεξάρτητη αρχή, προκύπτει συνταγματικό κώλυμα, εκτιμούν οι περισσότεροι σύνεδροι στη Φραγκφούρτη. Ο πολιτικός επιστήμων Γιώργος Τζογόπουλος υποστηρίζει ότι «η ελληνική κυβέρνηση, με τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα, έκανε το δίκιο της άδικο. Ενώ δηλαδή χρειαζόταν να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο, βιάστηκε και προχώρησε με αντισυνταγματικό τρόπο, με αποτέλεσμα να χάσει τις εντυπώσεις και τελικά να παρατείνει το προηγούμενο καθεστώς».
Στη Γερμανία πάντως, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί εδώ και δεκαετίες ότι η απευθείας εκχώρηση τηλεοπτικής συχνότητας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου.
Στα «απόνερα» της διελκυστίνδας για τις τηλεοπτικές άδειες περιλαμβάνεται και η κωμική ιστορία που πέρασε στα χρονικά ως peruka gate. Πρόκειται για την «παρακολούθηση» του υπουργού Επικρατείας στη Ν. Υόρκη από δημοσιογράφους με περούκες και άλλα αξεσουάρ μεταμφίεσης, τα οποία μάλλον πρόδιδαν παρά απέκρυπταν την παρουσία τους. Οι δύο δημοσιογράφοι πιθανώς αναζητούσαν αποδείξεις για να ισχυριστούν ότι ο υπουργός κάνει βόλτα στην αγορά και όχι επαφές στο πλαίσιο διάσκεψης του ΟΗΕ. Αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου η παραπομπή των «αδιάκριτων» στις αρχές;
Μία κάπως παρεμφερής υπόθεση απασχόλησε το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Γερμανίας (BGH) με ενάγουσα τη Χάιντε Σιμόνις, πρώην πρωθυπουργό του κρατιδίου Σλέσβιχ Χόλσταιν. Λίγο μετά από εσωκομματική ανταρσία που οδήγησε στην παραίτησή της το 2005, η κ.Σιμόνις πήγε για ψώνια, με έναν φωτορεπόρτερ της Bild να την ακολουθεί κατά πόδας. Η θιγόμενη ζήτησε να της παραδοθούν οι φωτογραφίες, αλλά η δικαιοσύνη απεφάνθη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ψώνια δεν αποτελούν ιδιωτική υπόθεση. Και αυτό γιατί η κοινή γνώμη έχει δικαίωμα να γνωρίζει πώς αντιμετωπίζει την αποχώρησή της μία πρωθυπουργός. Όμως η ανοχή των δικαστών οφείλεται στο ιδιαίτερο πολιτικό βάρος της υπόθεσης. Κατά τα λοιπά, ο κανόνας στη νομική βιβλιογραφία είναι ότι η ελευθερία του τύπου δεν καλύπτει συμπεριφορές παρενοχλητικής παρακολούθησης.
Ανησυχία για συλλήψεις δημοσιογράφων
Τί γίνεται όμως στην περίπτωση που η εκτελεστική εξουσία καταφεύγει σε αγωγές εναντίον των εκπροσώπων του Τύπου για συκοφαντική δυσφήμηση, οι οποίες μάλιστα μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη σύλληψή τους με τη διαδικασία του αυτόφωρου; Ο πολιτικός επιστήμων Γιώργος Τζογόπουλος εκφράζει την ανησυχία του για τις συλλήψεις δημοσιογράφων με βάση την ελληνική νομοθεσία.
Το πρόβλημα, επισημαίνει, δεν είναι ότι οι πολιτικοί ενεργούν εκτός νόμου, γιατί ο σχετικός νόμος όντως υπάρχει. Το πρόβλημα είναι κυρίως ότι τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά αυτά πολλαπλασιάζονται. Όπως επισημαίνει, «ενώ ο νόμος αυτός εφαρμοζόταν και πριν από το 2015, στην περίπτωση του κ. Βαξεβάνη για παράδειγμα, μετά το 2015 έχουμε περισσότερα περιστατικά. Υπάρχουν πολιτικοί που κάνουν περισσότερη χρήση του νόμου σε σύγκριση με προηγουμένως. Πρέπει να δούμε αν χρειάζεται αναθεώρηση ο νόμος και αν είναι σκόπιμο ένας πολιτικός να κάνει χρήση αυτού του νόμου».
Το μεγαλύτερο μέρος των Media Law Days περιστράφηκε γύρω από τις ιδιαίτερα ανησυχητικές εξελίξεις στην Τουρκία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Ίσως η πιο …πρωτότυπη από τις ουκ ολίγες προσπάθειες φίμωσης του Τύπου διεθνώς, είναι ο νέος πολωνικός νόμος για την «προστασία του καλού ονόματος της χώρας».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βέμπερλινγκ, πρόκειται για απόπειρα ποινικοποίησης, αντίστοιχης με εκείνη που επιβάλλει η Τουρκία στους δημοσιογράφους για «δυσφήμηση της ‘τουρκοσύνης’». Με τη νέα νομοθεσία, η υπερσυντηρητική κυβέρνηση της Βαρσοβίας επιχειρεί ασυνήθιστες νομικές ακροβασίες, καθώς επεκτείνει σε επίπεδο κρατών την απόλυτη προστασία που προβλέπει το «δικαίωμα της προσωπικότητας» για τα φυσικά πρόσωπα.
Προβλέπει μάλιστα όχι μόνο αστικές, αλλά και ποινικές συνέπειες. Επιπλέον δε, παραχωρεί στον …εαυτό της το δικαίωμα να προσφεύγει, με βάση το πολωνικό δίκαιο, εναντίον ΜΜΕ που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό.