Για τον ρόλο της Goldman Sachs γράφει η ισπανική εφημερίδα El Pais, προχωρώντας και στα ενδότερα της τράπεζας.
Γράφει συγκεκριμένα η Αμάντα Μαρς, αρθρογράφος της El Pais:
Ψηλά από το αρχηγείο της Goldman Sachs, η ζωή κάτω μοιάζει με μακέτα. Τα αυτοκίνητα, τα έργα και οι άνθρωποι αποκτούν λιλιπούτειες διαστάσεις και η βουή του δρόμου δεν ακούγεται, λες και όλα αποτελούν μια προσομοίωση της πόλης.
Δεν υπάρχει ούτε μια επιγραφή, μέσα ή έξω, που να δείχνει ότι κάποιος βρίσκεται στην έδρα της διάσημης τράπεζας, στον αριθμό 200 της Δυτικής Οδού, στο κάτω Μανχάταν.
Το χολ της εισόδου είναι τεράστιο και λιτό και οι αίθουσες των πάνω ορόφων είναι απλές και χωρίς υπερβολές, με εξαίρεση την υπέροχη θέα του Αγάλματος της Ελευθερίας, του Empire State και σχεδόν ολόκληρης της Νέας Υόρκης.
Εκεί που τελειώνει η ηρεμία, στους πιο κάτω ορόφους, αρχίζει η δράση, με τους χρηματιστές να δίνουν εντολές αγοράς και πώλησης μετοχών. Αντίθετα με το υπόλοιπο κτίριο, εδώ η αμφίεση είναι πιο χαλαρή και ο κόσμος πιο νέος (το 70% των απασχολούμενων στην τράπεζα έχουν γεννηθεί από το 1982 ως το 1994). Τον επόμενο χρόνο, το 10% αυτής της εργατικής δύναμης, όσοι έχουν τις χειρότερες επιδόσεις, θα πρέπει να εγκαταλείψουν την επιχείρηση.
Λένε πως πρόκειται για την ισχυρότερη επενδυτική τράπεζα του πλανήτη, που πληρώνει τους καλύτερους μισθούς της Γουλ Στριτ και έχει τα περισσότερα διαζύγια. Λένε επίσης πως οι ώρες εργασίας είναι απάνθρωπες, πως δεν υπάρχει γωνιά του πλανήτη που να μην έχει απλώσει τα πλοκάμια της, πως καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να τους αγνοήσει, πως «μια φορά γκολντμανικός για πάντα γκολντμανικός». Λένε πως η Goldman Sachs κυβερνά τον πλανήτη.
Σε όλες τις κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών υπάρχει τουλάχιστον ένας άνθρωπος της τράπεζας στα ανώτατα κλιμάκια. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγόρησε τη Χίλαρι Κλίντον ότι είχε «πουληθεί» στην τράπεζα, κατήγγειλε τον τεξανό γερουσιαστή Τεντ Κρουζ ότι τελούσε υπό τον έλεγχό της και κατονόμασε ως υπεύθυνους για την κρίση, εκτός από τη Χίλαρι, τον Ομπάμα, τον Σόρος και την G20, τον Λόιντ Μπλανκφέιν, διευθύνοντα σύμβουλο της Goldman Sachs. Αυτό δεν τον εμπόδισε να τοποθετήσει μια τριάδα στελεχών της τράπεζας σε θέσεις-κλειδιά της κυβέρνησής του.
Ο Γκάρι Κον, δεύτερος στην ιεραρχία του επιχειρηματικού ομίλου, θα είναι ο επικεφαλής του Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου . Ο Στίβεν Μνούτσιν, ένας γνωστός επενδυτής με 17ετή θητεία στην τράπεζα, θα είναι ο νέος υπουργός Οικονομικών. Αλλά και ο Στιβ Μπάνον, σύμβουλος του Τραμπ και μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, υπήρξε άνθρωπος της τράπεζας.
Η Goldman Sachs δεν είναι η μεγαλύτερη τράπεζα στον κόσμο και διεκδικεί από την JP Morgan την πρώτη θέση στην κατηγορία των επενδυτικών τραπεζών. Καμιά δεν έχει όμως μεγαλύτερη παρουσία στην προεκλογική εκστρατεία οποιασδήποτε χώρας ή στα πανώ των διαδηλωτών στη Μαδρίτη, τη Νέα Υόρκη, την Αθήνα ή το Λονδίνο.
«Ο Τραμπ έπρεπε να πείσει τις αγορές ότι δεν είναι τρελός, και ο καλύτερος τρόπος να το κάνει ήταν να προσλάβει ανθρώπους της Goldman», σημειώνει ο Γουίλιαμ Κόχαν, που πέρασε 17 χρόνια στην τράπεζα και στη συνέχεια έγραψε διάφορα βιβλία για τις δραστηριότητες της Γουολ Στριτ. «Νομίζω πως στον Τραμπ αρέσει ότι όλοι αυτοί οι τύποι που δεν θα έκαναν ποτέ δουλειές μαζί του βρίσκονται τώρα στην κυβέρνησή του».
Ο Νεοϋορκέζος μεγιστάνας επέλεξε επίσης τον πρώην δικηγόρο της Goldman Τζέι Κλέιτον για τη θέση του προέδρου της SEC (της επιτροπής που εποπτεύει το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης) και την Ντίνα Πάουελ, από το τμήμα φιλανθρωπικών επενδύσεων, για τη θέση του συμβούλου της προεδρίας. Κάποιος μίλησε για επιστροφή της Goldman στην Ουάσινγκτον.
Μα είχε ποτέ φύγει; Εδώ κι έναν αιώνα, τόσο οι συντηρητικές όσο και οι δημοκρατικές κυβερνήσεις έχουν εναγκαλιστεί αυτό το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε το 1869 από έναν Γερμανοεβραίο ονόματι Μάρκους Γκόλντμαν, ο οποίος είχε φτάσει στη χώρα δύο δεκαετίες νωρίτερα.
Ο Χένρι Γκόλντμαν, γιος του ιδρυτή, συνέβαλε στην ίδρυση της Fed το 1913. Στον Β?Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ρούσβελτ διόρισε στο συμβούλιό του τον πρόεδρο της τράπεζας Σίντνεϊ Βάινμπεργκ. Ο τελευταίος, γνωστός και ως «Mister Wall Street»,συνεργάστηκε επίσης με τις κυβερνήσεις Αϊζενχάουερ και Λίντον Τζόνσον. Ο αντιπρόεδρος της τράπεζας Τζον Γουάιτχεντ υπηρέτησε στην κυβέρνηση Ρίγκαν και ο επίσης αντιπρόεδρος Ρόμπερτ Ρούμπιν ήταν υπουργός Οικονομικών του Κλίντον.
Ο υιός Μπους διόρισε δύο στελέχη της τράπεζας στην κυβέρνησή του: τον Στίβεν Φρίντμαν στο Οικονομικό Συμβούλιο και τον Χένρι Πόλσον στο υπουργείο Οικονομικών. Αλλά και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προέρχεται από την τράπεζα.
Μετά τις πολλές κριτικές που δέχθηκε, ο Λόιντ Μπλανκφέιν δήλωσε ότι η ανάμιξη της Goldman Sachs στην πολιτική αποτελεί χρέος απέναντι στην κοινωνία όλων εκείνων που κέρδισαν πολλά χρήματα από την τράπεζα. «Οι περισσότεροι φεύγουν στα 48 ή τα 50 χρόνια τους, όταν έχουν ήδη κερδίσει αρκετά χρήματα», είπε σε μια συνέντευξή του στους Νιου Γιορκ Τάιμς. «Τότε ή ασχολούνται με τη φιλανθρωπία ή υπηρετούν τη Δημόσια Διοίκηση. Είναι λάθος ότι πάνε στην Ουάσινγκτον για να μας βοηθήσουν. Το αντίθετο συμβαίνει».
Μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, εκδόθηκαν δύο βιβλία για την τράπεζα με παρεμφερείς τίτλους. Το ένα υπογράφεται από τον βετεράνο οικονομικό ανταποκριτή Μαρκ Ρος και λέγεται «Η τράπεζα: πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο» (2010). Το άλλο είναι του Γουίλιαμ Κόχαν και λέγεται «Χρήμα και εξουσία.
Πώς η Goldman Sachs έφτασε να κυβερνά τον κόσμο» (2011). Λίγο νωρίτερα, το 2009, το περιοδικό Rolling Stone είχε δημοσιεύσει ένα μακροσκελές άρθρο που χαρακτήριζε τηGoldman «γιγαντιαίο καλαμάρι-βαμπίρ κουλουριασμένο γύρω από το κεφάλι της ανθρωπότητας, που αφήνει το ανεξίτηλο ίχνος του σε οτιδήποτε μυρίζει χρήματα».
Ο ίδιος ο Μπλανκφέιν δεν δίστασε να πει το 2009 ότι η τράπεζα κάνει «τη δουλειά του Θεού». Λίγο αργότερα, η SEC του επέβαλε πρόστιμο 550 εκατομμυρίων δολαρίων επειδή δημιούργησε και πούλησε ένα πολύ σύνθετο προϊόν (τα διάσημα CDO) την εποχή ακριβώς που κατέρρεε η τράπεζα των ακινήτων, και ενώ ένας από τους πελάτες του (ο επενδυτής Τζον Πόλσον), έχοντας συμμετάσχει στην επιλογή και διάρθρωση αυτών των προϊόντων, στοιχημάτιζε εναντίον τους κατά την πώλησή τους. Το χαμηλό ποσό του προστίμου θεωρήθηκε νίκη του Μπλανκφέιν.
Για τον Κόχαν, η Goldman είναι «ένας μοναδικός θεσμός, η τράπεζα που χαίρει του μεγαλύτερου σεβασμού στον πλανήτη».
Ο Μαρκ Ρος, στο δικό του βιβλίο, είναι αμείλικτος: αφηγείται τον ρόλο της τράπεζας στην κρίση, αναλύει τις πολιτικές διασυνδέσεις της και αναφέρεται σε ορισμένα γεγονότα που έλαβαν δημοσιότητα, όπως η βοήθεια της τράπεζας προς την ελληνική κυβέρνηση για την παραποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας. Εξι χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου πιστεύει ότι «η τράπεζα δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Είναι η καλύτερη στην πρόσληψη προσωπικού, στη διαχείριση περιουσιών και στην άσκηση επιρροής».
Η τράπεζα προσπαθεί όμως να εμφανίσει ένα πιο ανθρώπινο προφίλ και να καταπολεμήσει την κακή της φήμη: στην ιστοσελίδα της υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες, ενώ κάνει ανοίγματα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τον περασμένο Απρίλιο, η Νιου Γιορκ Τάιμς δημοσίευσε ένα μακροσκελές άρθρο με τίτλο «Ενας ισπανόφωνος ομοφυλόφιλος θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή κουλτούρα της Goldman Sachs». Επρόκειτο για τον Μάρτιν Τσάβες, επόμενο οικονομικό διευθυντή, που σχεδίασε ένα λογισμικό το οποίο παρέχει στους πελάτες περισσότερες πληροφορίες για τις διαπραγματευτικές τακτικές της τράπεζας.
Τα περυσινά κέρδη της τράπεζας αυξήθηκαν κατά 22% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά (φτάνοντας τα 7,4 δισεκατομμύρια δολάρια). Και το κέρδος ανά μετοχή, που ενδιαφέρει κυρίως τη Γουόλ Στριτ, αυξήθηκε κατά 34%. Από τις αμερικανικές εκλογές μέχρι σήμερα, οι μετοχές της τράπεζας έχουν ανεβεί κατά 27%, λόγω της προσδοκίας ότι επί κυβέρνησης Τραμπ θα υπάρξει μικρότερος έλεγχος της αγοράς.
Ο Λόιντ Μπανκφέιν δεν έχει επαναλάβει ότι κάνει τη δουλειά του Θεού. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN, όμως, άφησε να εννοηθεί ότι δεν κάνει κάτι πολύ διαφορετικό. «Πεθαίνω από φόβο στη σκέψη ότι γίνονται λάθη στην τράπεζά μου», είπε. «Και ξέρετε κάτι; Ο κόσμος θέλει να πεθαίνω από τον φόβο μου». Σαν να κυβερνούσε η Goldman Sachs τον κόσμο.