Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και Οργανισμοί αύξησαν τις εκδόσεις χρέους τους φέτος, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times, το οποίο θεωρεί την εξέλιξη αυτή ως μία ακόμη ένδειξη ότι οι αγορές ομολόγων προετοιμάζονται για αυξήσεις των επιτοκίων και των πολιτικών κινδύνων.
Ο συνολικός δανεισμός από χώρες της Ευρωζώνης, τοπικές Αρχές, Οργανισμούς και υπερεθνικούς Οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ανέρχεται στα 210 δισεκ. ευρώ από την αρχή του έτους έως σήμερα, που είναι το υψηλότερο ποσό από το 2012 για το αντίστοιχο διάστημα του έτους και το δεύτερο υψηλότερο ιστορικά.
“Υπάρχει σαφώς μία προσδοκία των πελατών ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν”, δήλωσε ο Χένρικ Τζόνσον, συνεπικεφαλής της διεύθυνσης διεθνών κεφαλαιαγορών της Deutsche Bank, προσθέτοντας: “Σε σχέση με πέρυσι, εκδίδουν φέτος νωρίτερα στο έτος – εν μέρει λόγω των αναμενόμενων αυξήσεων επιτοκίων και του τι θα γίνει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καθώς και του πολιτικού κινδύνου”.
Το συνολικό ύψος δανεισμού από την αρχή του 2017 είναι κατά 11% υψηλότερο από το επίπεδο του περασμένου έτους για την ίδια χρονική περίοδο. Οι αυξημένες εκδόσεις γίνονται σε μία κρίσιμη στιγμή για τους δανειζόμενους στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων, οι οποίες έχουν επωφεληθεί από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και τη χαλαρή νομισματική πολιτική των τελευταίων ετών. Η ΕΚΤ έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα αξίας άνω των 1,4 τρισεκ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2015, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να ενισχύσει την οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά στο τέλος του τρέχοντος μήνα θα μειώσει τις συνολικές αγορές της τίτλων από 80 δισεκ. ευρώ σε 60 δισεκ. ευρώ τον μήνα.
Η επικείμενη μείωση των αγορών – οι οποίες στήριξαν τις τιμές των ομολόγων τα δύο τελευταία χρόνια και συνέβαλαν στη μείωση των αποδόσεων και του κόστους δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα – θα γίνει μετά την αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) στο 1%. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αυξήθηκε στο 2% τον Φεβρουάριο,
προκαλώντας μία συζήτηση για το αν τα επιτόκια (της ΕΚΤ) θα μείνουν αρνητικά έως το τέλος του προγράμματος αγορών ομολόγων.