Η μετάβαση της Τουρκίας από μια ασθενική δημοκρατία σε μια αναδυόμενη δεσποτεία αποφασίσθηκε με τη θέληση του λαού και θα είναι ένα δώρο για τον άνδρα που το 1996 είχε δηλώσει πως «η δημοκρατία δεν είναι στόχος, αλλά εργαλείο», γράφει από την Κωνσταντινούπολη ο ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας The Guardian Μάρτιν Τσούλοφ.
Ωστόσο, επισημαίνει, το περιθώριο της νίκης ήταν μικρότερο απ’ ό,τι ήλπιζε ο Ερντογάν και εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτηματικά για το αν η αυταρχική διακυβέρνησή του έχει πραγματικά τη λαϊκή εντολή.
Με το νέο σύστημα, οι έλεγχοι και οι ισορροπίες θα εξασθενήσουν και ο διαχωρισμός των εξουσιών θα καταστεί σχεδόν ανύπαρκτος. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος θα αντικατασταθεί από τη βούληση ενός ανδρός, ο οποίος θα μπορεί να εκλεγεί για δύο πενταετείς θητείες ως πρόεδρος, μη συμπεριλαμβανομένης της τρέχουσας θητείας του. Αν το κοινοβουλιο προκηρύξει πρόωρες εκλογές κατά τη δεύτερη θητεία του, διευκρινίζει ο ανταποκριτής της Guardian, ο Ερντογάν θα μπορεί να θέσει υποψηφιότητα και για τρίτη θητεία, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να παραμείνει στην προεδρία μέχρι το 2034, επιπλέον των 14 ετών που ήδη βρίσκεται στην εξουσία.
Όμως οι υποστηρικτές του Ερντογάν φοβούνται πως η σαρωτική νίκη που χρειαζόταν για να εξασφαλισθεί ο νέος ρόλος του δεν επιτεύχθηκε. Μια τόσο σημαντική συνταγματική αλλαγή θα ήταν περισσότερο αξιόπιστη με μια μεγαλύτερη διαφορά ποσοστών.
Χθες το βράδυ δεν επικρατούσε ευφορία στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος AK, σημειώνει ο Μάρτιν Τσούλοφ. Υπήρχε αντίθετα το αίσθημα πως ο Ερντογάν ίσως να μην έκανε αρκετά. Αντί να φέρει τη βεβαιότητα, μια νίκη με μικρή διαφορά μπορεί να διευρύνει ένα ρήγμα μέσα στο κυβερνών κόμμα και στη χώρα, όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν ήδη δυσαρεστημένο ή αμφίθυμο με την ηγεσία. Για πολλούς στην Τουρκία, η ζωή περιορίζεται ακόμη περισσότερο πλέον στην απλή επιβίωση.