Αναφορές στην συμφωνία που επετεύχθη χθες μεταξύ Αθήνας – δανειστών περιλαμβάνουν τα δημοσιεύματα του ιταλικού Τύπου.
«Η Ελλάδα κατέληξε σε συμφωνία με τους πιστωτές (συμπεριλαμβανομένου και του ΔΝΤ)» γράφει η ιταλική οικονομική εφημερίδα Il Sole 24 Ore. Στο άρθρο γίνεται αναφορά στις λεπτομέρειες της χθεσινής συμφωνίας και προστίθεται ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τις συμβάσεις εργασίας θα ξαναρχίσουν από τον Σεπτέμβριο του 2018. «Είναι ένα στοιχείο υπέρ της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, που είχε δώσει κύρια σημασία στο θέμα αυτό, με αναφορά στην ευρωπαϊκή εργασιακή ομαλότητα», γράφει ο σχολιαστής Βιττόριο Ντα Ρολντ.
«Η επίτευξη της συμφωνίας απενεργοποιεί την ελληνική βόμβα, αποτρέποντας μια νέα κρίση του Ευρώ», γράφει η εφημερίδα του Τορίνο La Stampa. Προσθέτει, δε, ότι υπό τις προϋποθέσεις αυτές «θα μπορέσει να αρχίσει η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, ένας όρος που θεωρείται απαράβατος από το ΔΝΤ για να συνεχίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα». Παράλληλα, όμως, η εφημερίδα του Τορίνο αναφέρει ότι στην Αθήνα πρόκειται να διαδηλώσουν πολίτες και συνταξιούχοι οι οποίοι είναι αντίθετοι στην περικοπή των συντάξεων και στην αύξηση των φόρων.
«Πρόκειται για θυσίες, με αντάλλαγμα μια πιθανή ελάφρυνση του χρέους», γράφει η εφημερίδα της Ρώμης Il Messaggero. Υπογραμμίζει ότι «το κύριο θέμα, τώρα, για την κυβέρνηση Τσίπρα, είναι να δει με ποιο τρόπο θα καταφέρει να πετύχει την έγκριση των μέτρων από την βουλή». Σε ότι αφορά το κεφάλαιο του δημόσιου χρέους, η εφημερίδα αναφέρει ότι «πρόκειται για έναν σημαντικό οδικό χάρτη, ο οποίος και επιβεβαιώθηκε και από τους δανειστές, με επίσημες δηλώσεις».
Η δε αριστερή εφημερίδα Il Manifesto, από την μια τονίζει ότι «πρόκειται για μέτρα τα οποία δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί, κανείς, σε μια χώρα η οποία εδώ και επτά χρόνια αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση. Μια κρίση που δημιουργήθηκε από τις εξωπραγματικές απαιτήσεις των δανειστών». Από την άλλη, δε, γράφει ότι «η κυβέρνηση Τσίπρα προσπάθησε να κάνει τους δανειστές αυτούς να κατανοήσουν πόσο σημαντικό είναι, για την Ελλάδα, να μπορεί να προσφέρει έναν ορίζοντα σταθερότητας ώστε να ευνοηθεί η οικονομική ανάπτυξη και ζήτησε να εφαρμοσθούν “θετικά αντίμετρα”, τα οποία να προάξουν την κοινωνική συνοχή και την ενίσχυση της οικονομίας».