Ο γερμανικός τύπος σχολιάζει την πρώτη μέρα των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό την Άνγκελα Μέρκελ. Προβληματισμός επικρατεί για τον διάδοχο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών.
“Μάχη για την κληρονομιά του Σόιμπλε” επιγράφεται εκτενής ανάλυση της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt. Σύμφωνα με την Deutsche Welle, η εφημερίδα εκτιμά ότι σε μία νέα κυβέρνηση Μέρκελ με τη συμμετοχή Φιλελευθέρων και Πρασίνων το υπουργείο Οικονομικών δεν αποκλείεται να καταλήξει τελικά στους Πράσινους ή και να παραμείνει στους Χριστιανοδημοκράτες. Μάλιστα αυτή η τελευταία εξέλιξη φαίνεται πλέον πιο πιθανή, καθώς, όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, “ειναι αμφίβολο εάν οι Πράσινοι θέλουν πραγματικά να ορίσουν δικό τους υπουργό Οικονομικών. Αλλά θα ήταν πιο έυπεπτο για τους ίδιους να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο ένας χριστιανοδημοκράτης, παρά ένας φιλελεύθερος”. Μετά την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το υπουργείο αναλαμβάνει προσωρινά ο ίδιος ο διευθυντής της καγκελαρίας Πέτερ Άλτμαιερ και η Handelsblatt εκτιμά ότι “η μεταβατική λύση Άλτμαιερ θα μπορούσε να γίνει μόνιμη. Με όρους ευρωπαϊκής πολιτικής είναι πιο κοντά στους Πράσινους απ΄ότι οι περισσότεροι Φιλελεύθεροι”.
Διαφορετική προσέγγιση από την Süddeutsche Zeitung του Μονάχου, η οποία υποστηρίζει ότι οι Φιλελεύθεροι προβάλλουν πλέον ως “κόκκινη γραμμή” την αξίωση να μην διατηρήσουν οι χριστιανοδημοκράτες (CDU) το υπουργείο Οικονομικών, προκαλώντας την μήνιν των βαυαρών χριστιανοκοινωνιστών (CSU), παραδοσιακού κυβερνητικού εταίρου της Άνγκελα Μέρκελ. Όπως επισημαίνεται στο σχετικό σχόλιο “λίγο πριν αρχίσει ο πρώτος γύρος συνομιλιών κύκλοι των χριστιανοδημοκρατών εξέφραζαν δυσθυμία για τη συμπεριφορά των πιθανών κυβερνητικών εταίρων. Οι καυστικές δηλώσεις του προέδρου των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ, αλλά και του επικεφαλής της Κ.Ο. των χριστιανοκοινωνιστών Αλεξάντερ Ντόμπριντ, εκλαμβάνονται ως μία προσπάθεια να τεθούν εξ´αρχής αξιώσεις που περιορίζουν τα περιθώρια συμβιβασμών. Αυτο ισχύει κυρίως για την εξαγγελία Λίντνερ ότι σε καμία περίπτωση δεν αποδέχεται χριστιανοδημοκράτη υπουργό Οικονομικών”. Από την πλευρά της πάντως η Augsburger Allgemeine επισημαίνει: “Οι κόκκινες γραμμές, τις οποίες οποίες προβάλλουν κυρίως Φιλελεύθεροι και Χριστιανοκοινωνιστές κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, δεν θα πρέπει να υπερεκτιμώνται. Πρόκειται απλώς για επίδειξη δύναμης”.
Ενώ αυτά συμβαίνουν στο Βερολίνο οι ευρωπαίοι ηγέτες συναντώνται την Πέμπτη στις Βρυξέλλες σε μία προσπάθεια να δρομολογήσουν μεταρρυθμίσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Κατά την τελευταία του ομιλία στη Σορβόνη ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν είχε σκιαγραφήσει ένα πλαίσιο μεταρρυθμίσεων, το οποίο ωστόσο πολλά κράτη-μέλη απορρίπτουν, θεωρώντας ότι επικυρώνει τη λογική των “πολλών ταχυτήτων” στην Ευρώπη. Επιπλέον, εκτιμά η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, η σύνοδος κορυφής επισκιάζεται για μία ακόμη φορά από το προσφυγικό ζήτημα: “Παραμένει η θεμελιώδης διαφωνία σε ένα ερώτημα που διχάζει την Ευρώπη: ποιός δέχεται πόσους πρόσφυγες. Μία διαφωνία που παραλύει τις προσπάθειες για μεταρρύθμιση του ‘Δουβλίνου’. (…) Θεωρητικά η λύση είναι απλή: ο καθένας παίρνει όσους πρόσφυγες μπορεί. Στην πράξη όμως, χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία αρνούνται να πάρουν έστω και εναν. Η προσπάθεια παράκαμψης του προβλήματος μέσω αντισταθμιστικών πληρωμών θα συνεχιστεί, αλλά η αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη. Στο Βερολίνο δεν θέλουν πια να παραμένουν θεατές σε αυτό το παιχνίδι και λένε ότι αν δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία, θα πρέπει να προχωρήσουμε με πλειοψηφία”.
Μία ιδιαίτερα απαισιόδοξη εικόνα καταγράφει η εφημερίδα Tageseitung του Βερολίνου σε ανταπόκρισή της από την έδρα της ΕΕ: “Στις Βρυξέλλες λένε ότι δεν νοείται πρόοδος, στο ευρώ για παράδειγμα, όσο η Γερμανία δεν έχει κυβέρνηση. Ενώ ένας κυβερνητικός συνασπισμός μεταξύ του κεντροδεξιού ÖVP και του ακροδεξιού FPÖ στην Αυστρία θα μπορούσε να προκαλέσει νέα κωλύματα στην πολιτική για το προσφυγικό. Το αρχικό σχέδιο ήταν η αναδιαμόρφωση της μεταναστευτικής πολιτικής. Μετά το τέλος του προγράμματος μετεγκατάστασης που αποφασίστηκε το 2015 με τις προβλεπόμενες ποσοστώσεις να αποτυγχάνουν τελικά, η ΕΕ ήθελε να θεσπίσει ένα νέο, βιώσιμο σύστημα. Κάτι που μάλλον δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Οι χώρες του Βίζεγκραντ- Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία και Σλοβακία- απορρίπτουν την ιδέα. Τόσο σοβαρή είναι η κατάσταση, ώστε ο (πρόεδρος της Κομισιόν) Γιούνκερ έχει συγκαλέσει ένα είδος προσυνόδου, την Τετάρτη το βράδυ, με τη συμμετοχή των χωρών του Βίζεγκραντ”.