Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα, τοποθετούμενο επί προδικαστικού ερωτήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι με βάση την κοινοτική οδηγία «τηλεόραση χωρίς σύνορα», η μη καταβολή αμοιβής σε ένα μέσο ενημέρωσης «δεν αποκλείει τη διαπίστωση προθέσεως συγκεκαλυμμένης διαφημίσεως».
Σημειώνεται ότι η οδηγία «τηλεόραση χωρίς σύνορα» απαγορεύει τη «συγκεκαλυμμένη διαφήμιση», η οποία, όπως επισημαίνει στην ανακοίνωσή του το Ευρωδικαστήριο, ορίζεται ως «η προφορική ή οπτική παρουσίαση, σε προγράμματα, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, της επωνυμίας, του σήματος ή των δραστηριοτήτων ενός παραγωγού εμπορευμάτων ή ενός προσώπου που παρέχει υπηρεσίες, όταν η παρουσίαση αυτή γίνεται σκοπίμως από το ραδιοτηλεοπτικό φορέα με διαφημιστικό σκοπό και ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό όσον αφορά το χαρακτήρα αυτής της παρουσίασης. Μια παρουσίαση θεωρείται ότι γίνεται σκοπίμως -ιδίως- όταν γίνεται έναντι αμοιβής ή ανάλογης πληρωμής».
Η υπόθεση αυτή έφθασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επειδή, «σε τηλεοπτική εκπομπή που μεταδόθηκε το 2003 από τον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό ALTER CHANNEL, παρουσιάστηκε, μέσω τριών απευθείας συνδέσεων, αισθητικού χαρακτήρα οδοντιατρική θεραπεία ασθενούς, τόσο κατά τη διάρκειά της όσο και κατά το πέρας της. Η παρουσιάστρια της εκπομπής συζήτησε με οδοντίατρο, η οποία ανέφερε ότι η συγκεκριμένη θεραπεία αποτελεί παγκόσμια καινοτομία. Η οδοντίατρος παρέσχε επίσης διευκρινίσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα και το κόστος της θεραπείας».
Εν συνεχεία, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) επέβαλε στην Ελεύθερη Τηλεόραση (η οποία έχει στην κυριότητά της και εκμεταλλεύεται τον τηλεοπτικό σταθμό), καθώς και στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Κ. Γιαννίκο πρόστιμο 25.000 ευρώ, με το σκεπτικό ότι η συγκεκριμένη τηλεοπτική εκπομπή εμπεριείχε συγκεκαλυμμένη διαφήμιση.
Τα πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο υπέβαλαν αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του ΕΣΡ ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας «τηλεόραση χωρίς σύνορα». Ειδικότερα, ζητήθηκε να διευκρινιστεί αν η οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι παροχή αμοιβής ή άλλου ανάλογου ανταλλάγματος αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για να διαπιστωθεί η πρόθεση συγκεκαλυμμένης διαφημίσεως.
Με τη σημερινή απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε, καταρχάς, ότι από την ανάγνωση της εφαρμοστέας διατάξεως της οδηγίας προκύπτει ότι το επίρρημα «ιδίως», το οποίο χρησιμοποιείται σε πολλές γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας αυτής, έχει απαλειφθεί από την ελληνική απόδοση.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι για την ομοιόμορφη εφαρμογή και ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το κείμενο μιας διατάξεως πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της αποδόσεώς του στις άλλες επίσημες γλώσσες. Αν υπάρχουν διαφορές στη μετάφραση, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται.
Στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρει πως «μολονότι η παροχή αμοιβής ή άλλου ανάλογου ανταλλάγματος αποτελεί κριτήριο για τη διαπίστωση διαφημιστικού σκοπού, εντούτοις από τον ορισμό που δίδει η οδηγία, καθώς και από την όλη οικονομία και το σκοπό της, προκύπτει ότι διαφημιστικός σκοπός μπορεί να υφίσταται ακόμη και ελλείψει αμοιβής. Με άλλα λόγια, η μη καταβολή αμοιβής δεν αποκλείει την ύπαρξη συγκεκαλυμμένης διαφημίσεως».
Καταλήγοντας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρει πως «δεδομένου ότι είναι δυσχερές ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αδύνατον να διαπιστωθεί η παροχή αμοιβής ή άλλου ανάλογου ανταλλάγματος σε σχέση με τηλεοπτική διαφήμιση η οποία, πάντως, παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά της συγκεκαλυμμένης διαφημίσεως, αν γινόταν δεκτό ότι η καταβολή αμοιβής αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της διαπιστώσεως διαφημιστικού σκοπού, δεν θα εξασφαλιζόταν η προστασία των συμφερόντων των τηλεθεατών και θα καθίστατο άνευ αποτελεσματικότητας η απαγόρευση της συγκεκαλυμμένης διαφημίσεως».