Δομικά προβλήματα της ελληνικής νοοτροπίας θα κάνουν δύσκολη την ουσιαστική αλλαγή σελίδας για την Ελλάδα εκτιμά στην ουσία το άρθρο των FT
Η Ελλάδα ετοιμάζεται να βγει από μια χαμένη 8ετία. Τι άλλαξε κατά τη διάρκεια αυτών των ετών; Και τι έμεινε ίδιο; Την απάντηση επιχειρεί να δώσει δημοσίευμα των Financial Times.
Όπως σημειώνει, από το 2010 η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 1/4, το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών κατά 1/3, πάνω από 300.000 άνθρωποι μετανάστευσαν, ενώ όσοι έμειναν πίσω είναι αντιμέτωποι με ανεργία στο 20%.
Καθώς η χώρα οδεύει προς την 20η Αυγούστου και την έξοδο από τα Μνημόνια, το ερώτημα είναι αν αυτή η τραυματική 8ετία λειτούργησε ως κάθαρση από τα προβλήματα που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση.
Οι μεταρρυθμίσεις που έχει δεσμευτεί να κάνει η Αθήνα αποσκοπούν να αντιμετωπίσουν καταφανείς ελλείψεις: ένα καταστρεπτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, μια υπερβολική γραφειοκρατία και τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα φοροδιαφυγής.
Άλλα μέτρα, όπως η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και οι νέοι κανόνες αδειοδότησης των επιχειρήσεων, αποσκοπούν στην προώθηση της ανάπτυξης και των επενδύσεων σε έναν τομέα που περιβάλλεται από ξεπερασμένους κανονισμούς και περιοριστικές πρακτικές συνδικάτων.
Στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχουν ενδείξεις αισιοδοξίας μεταξύ των εταιρειών που αντιμετώπισαν την κρίση και επιστρέφουν τώρα στα κέρδη, καθώς και μεταξύ καινοτόμων επιχειρήσεων που προσελκύουν επενδυτές.
Από την πλευρά του δημόσιου τομέα όμως, ένα αναποτελεσματικό σύστημα δημόσιας διοίκησης και εκπαίδευσης αποδείχτηκε ανθεκτικό στη μεταρρύθμιση, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με το αν τελικά οι Έλληνες δεσμεύονται να κάνουν τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για τη βιώσιμη ανάκαμψη.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, Πάνος Τσακλόγλου «Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να καταλάβουν οι Έλληνες ότι μια δουλειά στον δημόσιο τομέα – μακράν και η πιο δημοφιλής επιλογή για πτυχιούχους – δεν πρόκειται να είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη επιλογή για το μέλλον, καθώς οι περισσότερες καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας θα είναι στον ιδιωτικό τομέα».
Από την πλευρά του ο Παύλος Ραβάνης, πρόεδρος του Επιμελητηρίου για μικρές επιχειρήσεις και βετεράνος επιχειρηματίας αναφέρει: : «Από τις εταιρείες που τα πήγαιναν καλά πριν από την κρίση, περίπου το 20% έχουν καινοτομήσει και ακμάζουν και ένα 40% τα καταφέρνουν εξυπηρετώντας τα χρέη τους, αλλά δεν κερδίζουν χρήματα». Ενα 40% αποτελούν τις λεγόμενες εταιρείες ζόμπι που δεν πληρώνουν φόρους ή τις υποχρεώσεις τους σε δάνεια κλπ.
«Οι τζίροι είναι 60% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα», αναφέρει ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας, σύμφωνα με τον οποίο η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να ενθαρρυνθεί μια πιο επιχειρηματική, εξαγωγική κουλτούρα. «Αρχίζει να συμβαίνει. Οι ελληνικές εταιρείες συνειδητοποίησαν κατά τη διάρκεια των κρίσεων ότι πρέπει να στραφούν στις εξαγωγές για να επιβιώσουν», σημειώνει.
Στο μεταξύ, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, έχει αναφέρει πολλάκις (και στους FT τον περασμένο Ιούνιο) ότι η Ελλάδα έμεινε πίσω εξαιτίας του πελατειακού μοντέλου σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας. Πάντως, σημειώνουν οι FT ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του δεν έχουν καταφέρει να πείσουν ότι οι πελατειακές σχέσεις έχουν εκλείψει.
Πάνω αππο 30.000 προσλήψες στο Δημόσιο έγιναν με τέτοια κριτήρια υπό την ηγεσία του για να μην αναφέρουμε τη στρατιά συμβούλων των υπουργών του κ. Τσίπρα, γράφουξν οι FT.
Η κυβέρνηση δεν έχει ξεπεράσει την ευρεία αντίσταση στην εφαρμογή ενός σχεδίου αποπολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης, στην αύξηση της διαφάνειας των διορισμών σε ανώτερες θέσεις και στην τακτική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων.
Για να αλλάξει αυτή η νοοτροπία σημειώνει το άρθρο χρειάζονται δομικές αλλαγές πρώτα πρώτα στο εκπαιδευτικό σύστημα που θα έπαιρναν όμως αρκετά χρόνια.
Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι Βρυξέλλες συμφωνούν στο ότι ένα σημαντικό βαρόμετρο της «όρεξης» για αλλαγή θα είναι εάν τηρηθούν οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί γι’ αυτό και η ΕΕ θα έχει τη χώρα υπό στενή εποπτεία, ωστόσο αξιωματούχοι της ΕΕ επισημαίνουν την τεράστια πολική πίεση, σε θέματα όπως οι συντάξεις και οι διορισμοί στον δημόσιο τομέα.
Η Μαρία Δεμερτζή, αναπληρώτρια διευθύντρια του think-tank Bruegel στις Βρυξέλλες, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν είχε ακόμη σφυρηλατήσει μια κοινή εθνική αντίληψη είτε για την αιτία είτε για την επίλυση των προβλημάτων της. «Ο λόγος που τα Μνημόνια διήρκεσαν τόσο πολύ είναι γιατί δεν καταφέραμε να φτάσουμε σε συναίνεση. Είμαστε ανίκανοι να καθίσουμε και να πούμε: “ποιο είναι το πρόβλημα, πώς μπορούμε να το λύσουμε;”. Αυτό ακριβώς είναι που κρατάει πίσω αυτή τη χώρα».