Οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία επιμένουν και είναι τεράστιες, αλλά υπάρχει πια λόγος αισιοδοξίας. Αυτό επισημαίνει ο αρθογράφος των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, σε εκτενές κείμενό του για τα όσα έγιναν την τελευταία τετραετία στη χώρα μας, αλλά και τι περιμένουμε στο εξής. Κάνει λόγο για πειθαρχία και στωικότητα, με την οποία οι Έλληνες αντιμετώπισαν τις δυσκολίες της βαθιάς ύφεσης και για την ελπίδα από τη «φωτιά» να βγει μία νέα, πιο δυναμική Ελλάδα.
Ο Γουλφ θυμίζει το δημοψήφισμα του 2015 και το πώς μετά το «όχι» η ελληνική κυβέρνηση στις 13 Ιουλίου αποδέχθηκε ακόμη πιο σκληρούς όρους από εκείνους, που είχαν μόλις απορριφθεί, σε μία εξέλιξη «που μπορεί να θεωρηθεί ή προδοσία ή πράξη κοινής λογικής». «Έκτοτε η ελληνική μακροοικονομική πολιτική είναι αξιοσημείωτη για την ορθοδοξία της» σημειώνει και παραθέτει στοιχεία, που δείχνουν ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο βελτιώθηκε κατά περισσότερο από 14% την πρείοδο 2009-2017, παρά την ύφεση.
«Οι αριθμοί αυτοί φανερώνουν μία βίαιη λιτότητα» σχολιάζει, ενώ θυμίζει ότι παρά την ανάκαμψη των τελευταίων ετών η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι 20% μικρότερη από ό,τι ήταν πριν από 12 χρόνια. Ακόμη και αν αναπτύσσεται με ρυθμούς 2% ετησίως δεν θα επιστρέψει στα προ κρίσεως επίπεδα πριν από τις αρχές της δεκαετίας του 2030. «Αυτό θα ισοδυναμεί με μία χαμένη 25ετία. Η χαμένη δεκαετία είναι ήδη πραγματικότητα» αναφέρει το άρθρο, προσθέτοντας ότι πριν από την κρίση το ελληνικό πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν στο 80% του γερμανικού (σε όρους αγοραστικής δύναμης), ενώ πέρυσι ήταν στο 55%, ενώ η ανεργία είχε εκτιναχθεί στο 28% το 2013, αυξανόμενη σχεδόν κατά 21 μονάδες, και παρά την πτώση παραμένει στο 18%.
Ο Γουλφ σημειώνει πως η μοίρα της Ελλάδας ήταν χειρότερη από εκείνη της Αργεντινής του 2000, της Ινδονησίας του 1997 ή των ΗΠΑ του 1929 και κάνει λόγο για τεράστιες ανισορροπίες στη δημοσιονομική πολιτική και τα εξωτερικά ισοζύγια πριν από την κρίση, αλλά και για την υπερβολική πιστωτική επέκταση χάρη στα χαμηλά επιτόκια, που χάριζε η συμμετοχή στην Ευρωζώνη. Προσθέτει επίσης ότι οι εξωτερικές δυνάμεις αρνήθηκαν να δώσουν στη χώρα την ελάφρυνση χρέους, που είχε ανάγκη, με μεγάλο μέρος των χρημάτων να πηγαίνει στη στήριξη των τραπεζών. Ωστόσο, υπογραμμίζει, η έκταση των προ κρίσεως ανισορροπιών και της μετά- κρίσεως ύφεσης επίσης φανερώνει κάτι βαθύτερο: το πολιτικό και διοικητικό σύστημα και οι σχέσεις ανάμσεα στους πολίτες, τους πολιτικούς και το κράτους ήταν δυσλειτουργικά. «Η καλύτερη ταμπέλα είναι αυτή του πελατιακού συστήματος» σχολιάζει.
Τώρα με την Ελλάδα να παραμένει στο ευρώ και να προωθεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασία, τη δημόσια διοίκηση και την δομή των δημοσίων δαπανών, αλλά και τον τραπεζικό τομέα να έχει ενισχυθεί, τα πράγματα είναι καλύτερα.
«Η ελληνική κρίση έχει τελειώσει, αλλά έχει αφήσει ζοφερή κληρονομικά. Τα οικονομικά και πολιτικά τρωτά σημεία, που την προκάλεσαν δεν έχουν εξαφανιστεί. Η πειθαρχία όμως και η στωικότητα με την οποία αντιμετώπισαν οι Έλληνες την τελευταία τετραετία τις δυσκολίες της ύφεσης είναι αξιοσημείωτη» σημειώνει ο Γουλφ και συνεχίζει: «Μία βιώσιμη ανάκαμψη είναι πιθανή, αλλά θα είναι αρκετά βραδεία. Η οπισθοχώρηση δεν μπορεί να αποκλειστεί».
Ωστόσο, καταλήγει, «υπάρχει και μία πολύ καλύτερη προοπτική: από τη φωτιά μπορεί να προκύψει μία νέα, πιο σύγχρονη και πιο δυναμική Ελλάδα: Οι Έλληνες διαπρέπουν ανά τον κόσμο. Γιατί όχι στην πατρίδα τους; Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί μακρά περίοδο αυτοπειθαρχίας και υψηλής ποιότητας πολιτική. Αυτό τώρα μπορεί να συμβεί. Τουλάχιστον ας το ελπίσουμε».