Με αφορμή τον θάνατο του συνήγορου του Νέλσον Μαντέλα, Γιώργου Μπίζου, στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 σε ηλικία 92 ετών, το Αρχείο της ΕΡΤ παρουσιάζειαπόσπασμα από το ντοκιμαντέρ «Αποστολή -Νότια Αφρική η Μεγάλη απόφαση», παραγωγής 1998 του Λάμπη Τσιριγωτάκη.
Ο Γιώργος Μπίζος υπήρξε διαπρεπής δικηγόρος στη Νότιο Αφρική και αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή για τα ανθρώπινα δικαιώματα εναντίον του καθεστώτος Απαρτχάιντ. Ήταν συναγωνιστής, και συνήγορος του Νέλσον Μαντέλα και θεωρείται υπεύθυνος για την αποφυγή της θανατικής ποινής την οποία αντιμετώπιζε ο Μαντέλα στη δίκη της Ριβόνια (1963-1964).
Με καταγωγή από το Βασιλίτσι Μεσσηνίας, ο Μπίζος έφτασε με περιπετειώδη τρόπο το 1941, εν μέσω Β’ Π.Π., στη Νότιο Αφρική. Η ελληνική κοινότητα τον αγκάλιασε και τον στήριξε. Ως δικηγόρος υπερασπίστηκε πλήθος ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα στα δικαστήρια της Ν. Αφρικής. Μετά την πτώση του Απαρτχάιντ έγινε μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου,
Ασχολήθηκε ενεργά με την επιτροπή για την Αλήθεια και τη Συμφιλίωση όπου επέμεινε στη θέση να μη δοθεί αμνηστία στους υπεύθυνους για το θάνατο πολιτικών ακτιβιστών όπως οι Μπίκο, Χάνι, Μκόντο, Σλόβο και πολλοί άλλοι. Συνεργάστηκε στενά με τον Μαντέλα, ο οποίος τον διόρισε στην Επιτροπή Δικαστικών Υπηρεσιών προκειμένου να προταθούν κατάλληλοι υποψήφιοι για τις δικαστικές έδρες της χώρας, αλλά και οι απαραίτητες αλλαγές στο δικαστικό σύστημα μετά την πτώση του Απαρτχάιντ.
Στο ντοκιμαντερ, ο Γιώργος Μπίζος μιλάει για τον Νέλσον Μαντέλα, τον χαρακτήρα του, την έλλειψη ρεβανσισμού και πικρίας απέναντι στους λευκούς, περιγράφει μια επίσκεψή του στις φυλακές του Robben Island, το 1965, ενδεικτική του χιούμορ και της μεγαλοψυχίας του Μαντέλα. Αναφέρεται στο δΑκόμα, μσκολοκυβερνητικό έργο που περιμένει τον Μαντέλα μετά τη νίκη στις εκλογές του 1994 καιτα τεράστια πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που πρέπει να ξεπεραστούν.
Μιλάει για την πολιτική ιδιοσυγκρασία του Μαντέλα, το θαυμασμό απέναντι στο κοινωνικό κράτος χωρών όπως η Σουηδία και η Νορβηγία, τη γοητεία που του ασκεί ο Σοσιαλισμός, τη δυσαρέσκειά του για τις πολιτικές ταμπέλες, αλλά και τη θετική γνώμη που έχει για την ελληνική κοινότητα, ειδικά για τους γιατρούς, δικηγόρους μηχανικούς και επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στη Ν. Αφρική.
Σημειώνει τέλος ότι ο Μαντέλα διάβαζε Σοφοκλή και Ευριπίδη στη φυλακή και ότι ειδικά η «Αντιγόνη», την οποία ανέβαζαν κρυφά ο Μαντέλα και οιυπολοιποιφυλακισμένοι, τους έδινε κουράγιο για να συνεχίσουν τον αγώνα τους.