Με τις υπερχρεωμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 παρομοιάζει την Ελλάδα το οικονομικό περιοδικό Economist, επισημαίνοντας ότι η χώρα χρειάζεται μια νέα συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους, διαφορετικά δεν έχει ελπίδες να γλυτώσει από το «μαρτύριο της σταγόνας».
Παράλληλα παροτρύνει τους δανειστές να διδαχθούν από την ιστορία των υπερχρεωμένων αναπτυσσόμενων χωρών και να βρουν νέα συμφωνία για τη διάσωση της Ελλάδας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα «η οικονομία συρρικνώνεται, το χρέος αυξάνεται συνεχώς, ενώ οι σκηνές από βίαιες συμπλοκές και εξαγριωμένους διαδηλωτές πρωταγωνιστούν σε καθημερινή βάση στα δελτία ειδήσεων.
Στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν τη δεκαετία του 1980 και του 1990 οι υπερχρεωμένες χώρες της Λ. Αμερικής και της Αφρικής.
Οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών και το ΔΝΤ προσπαθούσαν για χρόνια να τις βοηθήσουν με βραχυπρόθεσμα δάνεια διάσωσης. Αλλά η ανάκαμψη ήλθε μόνο όταν μειώθηκαν τα χρέη τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν λάβει από τον “επίσημο” τομέα.
Η οικονομία της Ελλάδας δεν θα ανακάμψει αν δεν επέλθει μια νέα συμφωνία για επιπρόσθετη ανακούφιση από το βάρος του χρέους.
Η ανακούφιση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί σε δύο στάδια. Σε πρώτη φάση, να υπάρξει μια συμφωνία για μείωση του χρέους εφόσον ικανοποιηθούν συγκεκριμένοι στόχοι. Στη συνέχεια, το χρέος πρέπει να “κοπεί” σταδιακά κατά την επόμενη δεκαετία».
Αμφιβάλλει για την αποπληρωμή του χρέους η Ευρώπη
Ο Economist επισημαίνει ότι αυτή τη στιγμή περισσότερο από το 70% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα, των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και του ΔΝΤ.
Οι πιθανότητες να αποπληρωθεί το χρέος αυτό από την Ελλάδα, βουλιάζουν μαζί με την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, το ελληνικό χρέος αναμένεται να ξεπεράσει το 190% του ΑΕΠ το 2014, περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ πριν έξι μήνες.
Πολλοί Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν σε ιδιωτικές συνομιλίες ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποπληρώσει το χρέος. Αλλά δημόσια το αρνούνται κατηγορηματικά.
Η γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται τον τελευταίο καιρό πρόθυμη να δώσει στην Ελλάδα διετή παράταση, αλλά δεν δέχεται να συζητήσει καν οποιαδήποτε ελάφρυνση στα δάνεια του επίσημου τομέα.
Κατά το περιοδικό, η στάση αυτή είναι κατανοητή από πολιτική σκοπιά. Η Γερμανία φοβάται ότι οποιαδήποτε κούρεμα του χρέους θα εξαγριώσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους και θα περιορίσει το κίνητρο της Ελλάδας για νέες μεταρρυθμίσεις.
Από οικονομική όμως άποψη, οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή. Από τη στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της, η χώρα θα παραμείνει αποκλεισμένη από τις αγορές. Την ίδια ώρα, η αβεβαιότητα θα επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις και θα επιβραδύνει την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων.
Ο Εconomist υπογραμμίζει ότι ένα καλό παράδειγμα μιας νέας συμφωνίας για την Ελλάδα είναι η πρωτοβουλία “HIPC” (Heavily Indebted Poor Countries) του 1996, κατά την οποία οι δανειστές συμφώνησαν να μειώσουν τα χρέη των πιο υπερχρεωμένων αναπτυσσόμενων κρατών, με τον όρο ότι θα εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις για τη μείωση της φτώχειας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Πολωνία, όπου το 1991 οι πιστωτές συμφώνησαν να κόψουν το χρέος της αν εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις.
Μια διαπραγμάτευση με τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας μπορεί να βασιστεί στις ίδιες αρχές. Αν η Ελλάδα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις, τα δάνεια από τον επίσημο τομέα θα υποστούν σταδιακή ελάφρυνση, μέχρι να φτάσουν σε ένα επίπεδο που θα είναι βιώσιμο.
Η ελάφρυνση μπορεί να επέλθει μέσα από τη μείωση των επιτοκίων και την επιμήκυνση της αποπληρωμής, ενδεχομένως και κατά 50 χρόνια.
Με τον τρόπο αυτό, οι Έλληνες θα αρχίσουν και πάλι να ελπίζουν ότι θα βγουν από την κρίση, οι επενδυτές θα τοποθετήσουν κεφάλαια στη χώρα και θα δημιουργηθεί ένας ενάρετος κύκλος εμπιστοσύνης και ανάπτυξης.