Αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας στο Eurogroup, εκφράζουν αμερικανικά ΜΜΕ, προβάλλοντας ερωτηματικά και κάποια δυσπιστία, για το ποια θα είναι η τελική έκβαση των συμφωνηθέντων.
Την ίδια στιγμή, υπογραμμίζουν ότι, αυτή τη φορά, για την αποτυχία εξεύρεσης ουσιαστικής λύσης δεν ευθύνεται η ελληνική πλευρά, η οποία έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και η οποία ανέλαβε υψηλό πολιτικό ρίσκο με την υιοθέτηση επώδυνων μέτρων, όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά.
Μεταξύ άλλων, επαναφέρεται η πρόταση για διαγραφή του ελληνικού χρέους ή μέρους του, τουλάχιστον κατά 50%. Επίσης, σε αρκετά δημοσιεύματα εμφανίζονται επιφυλάξεις για την επαναγορά ομολόγων από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ ακόμη και οι αρχιτέκτονες της συμφωνίας -μεταξύ των οποίων και η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ-, δεν είναι πλήρως πεπεισμένοι ότι θα αποδώσει, όπως τονίζεται ενδεικτικά σε σχετική αναφορά της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ».
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που αναδεικνύεται μέσα από τις περισσότερες αναφορές, είναι η άποψη περί «πολιτικού συμβιβασμού» ή «αδύναμου συμβιβασμού» και ότι οι «μεγάλες αποφάσεις» θα παρθούν μετά τις γερμανικές εκλογές.
Σε ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες στη «Νιου Γιορκ Τάιμς» υποστηρίζεται, ότι το αποτέλεσμα των τριών επεισοδιακών νυκτερινών συνεδριάσεων του Eurogroup, τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, χαρακτηρίζεται ως ένας «αδύναμος συμβιβασμός».
Όπως επισημαίνεται, η πρόσφατη συμφωνία επιτρέπει στην Ελλάδα να αποφύγει μια άμεση χρεοκοπία και αμβλύνει την προοπτική μιας ελληνικής εξόδου από την ευρωζώνη, αλλά, σύμφωνα με αναλυτές που επικαλείται η εφημερίδα, η Ελλάδα μπορεί να εξαναγκαστεί σε αποχώρηση από την ευρωζώνη, κυρίως διότι η συμφωνία δεν συμβάλλει επαρκώς στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και ούτε απομακρύνει την ελληνική κυβέρνηση από την ανάγκη εξωτερικής οικονομικής βοήθειας.
Σε άλλη ανταπόκριση από το Βερολίνο στην ίδια νεοϋορκέζικη εφημερίδα, γίνεται αναφορά σε συμβιβασμό που επιτεύχθηκε στο Eurgroup σχετικά με την Ελλάδα και σημειώνεται, ότι πρόκειται για μια «προσωρινή λύση», καθώς δεν αντιμετωπίζει αποφασιστικά το πρόβλημα του ελληνικού χρέους.
Η Γερμανία επέλεξε, για άλλη μια φορά, την παροχή εγγυήσεων αντί της δραστικής μείωσης του ελληνικού χρέους, διατηρώντας παράλληλα την πολιτική λιτότητας, που βαθαίνει την ύφεση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, διευρύνοντας το χάσμα του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, όπως τονίζεται, προσθέτοντας, ότι τα μέτρα που ελήφθησαν για την Ελλάδα κρίνονται από τους περισσότερους αναλυτές ως ανεπαρκή.
Φαίνεται όμως, ότι παρέχουν τον αναγκαίο χρόνο στην Γερμανίδα Καγκελάριο για την διεξαγωγή των γερμανικών εκλογών, όπου είναι πιθανή η ανάδειξη μιας κυβερνητικής συμμαχίας με του Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι είναι υποστηρικτές τόσο των σχεδίων διάσωσης, όσο και των ευρωομολόγων, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
Σε άρθρο στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» σημειώνεται, ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει κίνδυνο και φθίνουσα πορεία εξαιτίας της συνεχιζόμενης λιτότητας, της υποδαύλισης των πολιτικών εντάσεων στη χώρα και της υπονόμευσης της στήριξης προς την ελληνική κυβέρνηση, όπως τονίζεται.
Ωστόσο, η πρόσφατη συμφωνία και η έμμεση υπόσχεση για περαιτέρω ανακούφιση από το χρέος ενδυναμώνει τη θέση του Έλληνα πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, στέλνοντας θετικό μήνυμα στις αγορές για τη δέσμευση των Ευρωπαίων ηγετών να παραμείνει η Ελλάδα εντός ευρωζώνης, υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι, ίσως, αυτό να μην είναι η τελική απάντηση στην ελληνική κρίση χρέους, αλλά η επίτευξη του στόχου αυτού δεν μοιάζει πλέον με απατηλό όνειρο.
Σε άλλο δημοσίευμα στην ίδια εφημερίδα καταγράφονται ερωτηματικά που δημιουργεί η τελευταία συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και διεθνών πιστωτών της, ως προς τη δυνατότητα επίλυσης καθοριστικής σημασίας προβλημάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, όπως σημειώνεται.
Η πρόσφατη συμφωνία, τονίζεται χαρακτηριστικά, μοιάζει με έναν «αδύναμο συμβιβασμό», ο οποίος δεν θα επιλύσει σχεδόν τίποτε, αλλά απλώς καθησυχάζει για λίγο τις διεθνείς αγορές, που ούτως ή άλλως πάντα επιζητούν κάποιο είδος συμφωνία.
Υπό τη νέα συμφωνία, o στόχος είναι η μείωση του ελληνικού χρέους στο 124% έως το 2020, ωστόσο το ΔΝΤ θα εξακολουθήσει ενδεχομένως να πιέζει για αισθητά χαμηλότερα ποσοστά χρέους πριν η Ελλάδα μπορέσει να δανειστεί εκ νέου στις διεθνείς αγορές, γεγονός που αποδεικνύει, ότι η Ελλάδα θα παραμείνει πρόβλημα επί πολλά χρόνια.
Σε μια τρίτη αναφορά στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι η εν λόγω συμφωνία είναι «τόσο ξεκάθαρη, όσο και η λάσπη», αν και ορισμένοι όροι της, όπως η 15ετής παράταση του χρόνου ωρίμανσης του χρέους και η μη συλλογή επιτοκίων από το ευρωπαϊκό ταμείο δανεισμού έως το 2022, θα βοηθήσουν όντως την Ελλάδα να χρηματοδοτήσει το χρέος της.
Ωστόσο, όπως τονίζεται, ένα μεγάλο ερώτημα αφορά την επιχείρηση επαναγοράς ομολόγων από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αν και έχει καθοριστική σημασία για τη συνολική συμφωνία, ακόμη και οι αρχιτέκτονες της συμφωνίας -μεταξύ των οποίων και η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ-, δεν είναι πλήρως πεπεισμένοι ότι θα αποδώσει.
Σε άρθρο γνώμης στην «Ουάσιγκτον Ποστ» προβάλλονται επίσης αμφιβολίες πολλών αναλυτών για την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας. Όπως υποστηρίζεται, πρόκειται για έναν «πολιτικό συμβιβασμό» που επιτρέπει την αποδέσμευση της χρηματοδότησης, αλλά δεν αποτελεί μια μακροπρόθεσμη λύση, που θα οδηγούσε στη σταθεροποίηση τόσο της Ελλάδας όσο και της ευρωζώνης.
Η αναβλητικότητα, η πολιτική ατολμία και οι συνεχείς καθυστερήσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, σημειώνεται χαρακτηριστικά, διαιωνίζουν την κρίση χρέους που ξέσπασε στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια, βαθαίνοντας την ύφεση στη χώρα, αλλά και σε ολόκληρη την ευρωζώνη και συντηρώντας την απειλή για την παγκόσμια οικονομία, ενώ καθιστούν μια μελλοντική λύση πολύ πιο ακριβή.
Το πρόγραμμα για την σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας δεν περιλαμβάνει την διαγραφή χρέους, μολονότι η στρατηγική αυτή θεωρείται ως η πιο αποτελεσματική και σύντομη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους το κατέχουν τα ευρωπαϊκά κράτη, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
Τέλος, επισημαίνεται, ότι οι πιστωτές της Ελλάδας, αντί να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό των 40 δισ. ευρώ προτίμησαν ένα «συνδυασμό λύσεων» για τη μείωση του ελληνικού χρέους, οι οποίες θα μπορούσαν εκ νέου να αποτύχουν λόγω και του βαθέματος της ύφεσης στην ελληνική οικονομία ή πολιτικών προβλημάτων που θα ανέστειλαν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Το πρακτορείο «Μπλούμπεργκ», σε κύριο άρθρο του, επαναφέρει την θέση -που έχει διατυπωθεί και από άλλα αμερικανικά ΜΜΕ- για διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους, τουλάχιστον κατά 50%, κρίνοντας ως ελλιπείς και με μεγάλες πιθανότητες αποτυχίας τις πρόσφατες αποφάσεις του Eurogroup για τη μείωση του ελληνικού χρέους, όπως υποστηρίζεται.
Σύμφωνα με το κύριο άρθρο, το τρίτο σχέδιο διάσωσης για την Ελλάδα δεν διαφέρει σημαντικά από τα δύο προηγούμενα, καθώς απουσιάζει εκ νέου η πρόβλεψη για διαγραφή ελληνικού χρέους που κατέχουν οι δημόσιοι πιστωτές, καθιστώντας αδύνατη την ουσιαστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την ανάσχεση της κρίσης.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, η μόνη σημαντική διαφοροποίηση από τα δύο προηγούμενα σχέδια διάσωσης είναι ότι, αυτή την φορά, για την αποτυχία εξεύρεσης λύσης δεν ευθύνεται η ελληνική πλευρά, που έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αλλά οι θεσμικοί πιστωτές που αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους, μολονότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατά τη συνέντευξη τύπου στις 27 Νοεμβρίου, δήλωσε ότι στην περίπτωση αποτυχίας του προγράμματος επαναγοράς ελληνικών ομολόγων η τρόικα θα λάβει «άλλα μέτρα».
Επίσης, υποστηρίζεται, ότι η συμφωνία μεταξύ του Eurogroup και του ΔΝΤ, μολονότι καθυστερημένη είναι καλοδεχούμενη, καθώς παρέχει την αναγκαία στήριξη προς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της αναλαμβάνοντας υψηλό πολιτικό ρίσκο με την υιοθέτηση επώδυνων μέτρων.
Η συμφωνία ωστόσο δεν αντιμετωπίζει το σημαντικότερο πρόβλημα της Ελλάδας, καθώς το χρέος παραμένει υψηλό και μη βιώσιμο υπό το όποιο σενάριο, σύμφωνα με το άρθρο.
Στη συνέχεια, εκφράζονται αμφιβολίες ως προς τα εναλλακτικά μέτρα που ελήφθησαν για τη μείωση του ελληνικού χρέους, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η μείωση των επιτοκίων των ελληνικών δανείων θα οδηγήσει ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως τις πλέον προβληματικές, όπως την Ιταλία και την Ισπανία, να δανείζουν την Ελλάδα με χαμηλότερα επιτόκια από εκείνα με τα οποία δανείζονται οι ίδιες, ενώ ακόμη και το πρόγραμμα επαναγοράς ελληνικών ομολόγων θα μπορούσε να μην τελεσφορήσει, καθώς η είδηση της επαναγοράς οδηγεί στη σταδιακή άνοδο της ονομαστικής τους αξίας εξαλείφοντας τα όποια οφέλη.
Τέλος, σημειώνεται, ότι όταν έρθει η ώρα ενός τέταρτου σχεδίου διάσωσης για την Ελλάδα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να αποφασίσουν τη διαγραφή ελληνικού χρέους την οποία προσπάθησαν έως τώρα να αποφύγουν. Εάν, πχ, διαγραφεί το 50% του χρέους και εάν το κόστος δανεισμού πέσει κάτω από το 5%, τότε η Ελλάδα, με πρωτογενές πλεόνασμα μόλις στο 1,5% του ΑΕΠ, θα διέθετε ένα βιώσιμο χρέος.