Η οικονομική κρίση στην Ιταλία οδηγεί σε σημαντική άνοδο των ακροδεξιών και λαϊκιστικών κομμάτων. Την ίδια ώρα, το Βερολίνο απευθύνει σαφή προειδοποίηση, καλώντας τους Ιταλούς να ψηφίσουν υπέρ της φιλοευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Η κυβέρνηση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ θεωρεί ύψιστης σημασίας τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής πορείας που χάραξε ο μη εκλεγμένος τεχνοκράτης πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, όπως μεταδίδει η ελληνόφωνη υπηρεσία της Deutshce Welle. Με ιδιαίτερη ανησυχία το Βερολίνο παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Ιταλία και κυρίως την άνοδο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στις δημοσκοπήσεις.
«Δεν παίρνουμε φυσικά το μέρος κανενός στον προεκλογικό αγώνα. Αλλά ελπίζουμε όποιος κι αν αναλάβει τη διακυβέρνηση, να συνεχίσει την φιλοευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», δηλώνει στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε.
Εμφανώς πιο δηκτικός ήταν ο επικεφαλής της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής, Ρούμπρεχτ Πόλεντς, που δήλωσε προς την ίδια εφημερίδα: «Η Ιταλία χρειάζεται μια πολιτική ηγεσία η οποία να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του μέλλοντος. Αναμφίβολα αυτό δεν ισχύει για τον Μπερλουσκόνι».
Μολονότι ο Βεστερβέλε είναι αρκετά πιο συγκρατημένος στις δηλώσεις του, παρατηρεί η εφημερίδα, το σχόλιό του συνιστά σαφή προειδοποίηση. Όπως αναφέρει το περιβάλλον του γερμανού υπουργού Εξωτερικών, ο ίδιος παρακολουθεί πολύ στενά τον ιταλικό προεκλογικό αγώνα καθώς, λόγω του μεγέθους και της οικονομίας της, η Ιταλία θεωρείται «χώρα – κλειδί για την υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους». Ως εκ τούτου θεωρείται ύψιστης σημασίας η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής πορείας που χάραξε ο τεχνοκράτης Μόντι, όχι μόνον για την Ιταλία, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη.
Οικονομία σε ελεύθερη πτώση
Οι οικονομικές επιδόσεις της Ιταλίας την περασμένη χρονιά παρουσίασαν σημαντική μείωση ενώ οι προβλέψεις της ιταλικής στατιστικής υπηρεσίας ISTAT για το 2013 είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξες. Η πολιτική αβεβαιότητα αντικατοπτρίζεται ήδη στους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Το ποσοστό των αλλοδαπών που ζουν στην Ιταλία, αυξήθηκε το 2011 κατά 7,9 % φθάνοντας το 7,5 % επί του συνολικού πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών, και συγκεκριμένα το 86,5 %, ζει στη βόρεια Ιταλία, στα μεγάλα οικονομικά κέντρα της χώρας. Εκεί παρατηρείται και η μεγαλύτερη αύξηση ποσοστών για τα ακροδεξιά κόμματα.
Το περασμένο καλοκαίρι η εφημερίδα La Repubblica δημοσίευσε μια έρευνα για τη «νέα ακροδεξιά στην Ευρώπη». Εκεί οι συντάκτες διαπίστωσαν ότι αυξάνονται συνεχώς τα μέλη ακροδεξιών κομμάτων. Παρότι τα κόμματα αυτά λαμβάνουν σχετικά χαμηλά ποσοστά σε εκλογικές αναμετρήσεις, εξηγεί ο δημοσιογράφος Πάολο Μπερίτσι, «είναι γεγονός ότι οι ιδέες που προπαγανδίζουν κερδίζουν έδαφος ακόμη και σε τάξεις ψηφοφόρων που παλαιότερα ψήφιζαν αριστερά κόμματα».
Την ίδια ώρα το βρετανικό think tank Demos καταγράφει συμμαχίες ακροδεξιών κινημάτων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Τα κόμματα αυτά, σύμφωνα με το Demos, επικεντρώνουν γι΄ αυτόν τον λόγο συνειδητά το ενδιαφέρον τους σε πολύ συγκεκριμένα θέματα, όπως την κατάσταση των εργατών στις βιομηχανικές περιοχές της βόρειας Ιταλίας, οι οποίοι έμειναν άνεργοι. Αυτούς προσπαθούν να κερδίσουν, σε βάρος, συχνά, της παραδοσιακής αριστεράς.
«Οι ρατσιστικές και αντισημιτικές θέσεις, που παλαιότερα ήταν το σήμα κατατεθέν της άκρας δεξιάς, ανήκουν στο παρελθόν», αναφέρει η έκθεση. «Αντ΄ αυτού σήμερα και δεδομένου του αυξανόμενου αριθμού μεταναστών και του ευρωπαϊκού ισλάμ που παρουσιάζεται ως πολιτισμική απειλή», δίνουν ιδιαίτερη έμφαση σε πολιτισμικές αξίες.
Ο υπονομευτής Μπερλουσκόνι
Η συμμαχία Μπερλουσκόνι – Λέγκας του Βορρά ενδέχεται, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, να υπονομεύσει το ιταλικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Ο Τζέιμς Γουόλτσον, καθηγητής στο American University της Ρώμης εκτιμά ότι αυτή τη φορά ο Μπερλουσκόνι δεν θα καταφέρει να κερδίσει τις εκλογές, ωστόσο «ενδέχεται να οδηγήσει το κοινοβούλιο σε τέτοιο βαθμό αποσταθεροποίησης, που ο νικητής των εκλογών της προσεχούς Κυριακής και Δευτέρας δεν θα μπορεί εκ των πραγμάτων να κυβερνήσει».
Η Λέγκα του Βορρά δεν αυτοπροσδιορίζεται ως ακροδεξιό κόμμα, αλλά περισσότερο ως αποσχιστικό. Εντούτοις βάλλει ανοιχτά κατά του «φονταμενταλιστικού ισλαμιστικού κινδύνου» που απειλεί «την παλιά ευρωπαϊκή ηγεμονία».
Η Λέγκα έχει καταφέρει να βρίσκεται για πολλά χρόνια στο επίκεντρο της ιταλικής πολιτικής σκηνής. Μαζί με τον Λαό της Ελευθερίας πρωταγωνίστησε στις δυο τελευταίες κυβερνήσεις του Μπερλουσκόνι ενώ τα δυο κόμματα συνεργάζονται και στις φετινές εκλογές.