Με έναν μάλλον προβοκατόρικο τίτλο, η βρετανική εφημερίδα «Ιndependent» φιλοξενεί ένα άρθρο γνώμης που υποστηρίζει ότι τα παράπονα των Κυπρίων για την «γερμανική βαναυσότητα παραβλέπουν με ευκολία την σοκαριστική ανευθυνότητα της δικής τους κυβέρνησης».
Ο συντάκτης του, ο πολιτικός αναλυτής Ντόμινικ Λόσον, ορμώμενος από τη δήλωση του προέδρου του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Κύπρου περί «χρηματοπιστωτικής γενοκτονίας» που συντελείται στην Κύπρο, υποστηρίζει ότι αντιθέτως πρόκειται περί «χρηματοπιστωτικής αυτοκτονίας».
Όπως υποστηρίζει ειδικότερα: «Δεν ήταν η Γερμανία – ή οποιοσδήποτε άλλος- που είπε στις κυπριακές τράπεζες να προσφέρουν πολύ υψηλότερα επιτόκια και στην κυπριακή κυβέρνηση να επιβάλει χαμηλότερη φορολογία στα έσοδα από οποιονδήποτε άλλον, ώστε να προσελκύσει ζεστό χρήμα. Δεν ήταν η Γερμανία που δασκάλεψε αυτές τις τράπεζες πώς να επενδύσουν αυτά τα χρήματα, ούτε και πρότεινε να υποστούν το κούρεμα των καταθέσεών τους ακόμη και οι μικρότεροι καταθέτες».
Ο Λόσον συνεχίζει: «Ναι, είναι ταπεινωτικό για τον λαό της Κύπρου να βλέπει τον πρωθυπουργό του να του λένε: συμφώνησε με τους όρους μας σε ένα σαββατοκύριακο ή δεν παίρνεις τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ για τη διάσωσή σου. Ομως ο προηγούμενη κυπριακή κυβέρνηση λειτουργούσε επί χρόνια με υπεκφυγές, ελπίζοντας αναμφίβολα ότι θα προέκυπτε μια καλύτερη προσφορά. Σε κάθε περίπτωση, η φύση των τραπεζικών καταρρεύσεων είναι ότι όταν προκύπτουν, οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις είναι υποχρεωτικά βάναυσες και απότομες».
Και εξηγεί: «Ο προηγούμενος πρόεδρος της Κύπρου Δημήτρης Χριστόφιας ήταν ο πρώην γενικός γραμματέας του κομουνιστικού κόμματος της χώρας και έχει περάσει αρκετά χρόνια στην παλιά καλή ΕΣΣΔ, υπό τη δική του ηγεσία η Κύπρος επέτρεψε στον εαυτό της να μετατραπεί σε κέντρο μεταβιβάσεων για ρωσικά εξοπλισμούς όπλων προς το καθεστώς Ασαντ (παραβιάζοντας το ευρωπαϊκό εμπάργκο όπλων).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε την απόφαση της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ να αντιμετωπίσει το κυπριακό πολιτικό κατεστημένο με μια κάποια ψυχρότητα. Η Μέρκελ τρέφει βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον ρωσικό τρόπο πολιτικής επιχειρηματικότητας και συνεπώς δεν πρόκειται να συγκινηθεί από τις διαμαρτυρίες του Κρεμλίνου εκ μέρους των “καμένων” ρώσων καταθετών – ακόμη κι αν η μεγάλη πλειοψηφία αυτών δεν είναι ούτε ολιγάρχες ούτε απατεώνες.
Επίσης, μπορεί να πει στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν ότι τίποτε δεν σταματάει την ρωσική κυβέρνηση να αποζημιώσει τους πολίτες της που ενεπλάκησαν στο κούρεμα τρων καταθέσεων. Εξάλλου και η βρετανική κυβέρνηση το ίδιο έκανε για τους δικούς της καταθέτες αφότου οι ισλανδικές τράπεζες βυθίστηκαν αύτανδρες.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για παρόμοιες περιστάσεις: τράπεζες σε μια μικρή νησιωτική χώρα πρόσφεραν εξαιρετικά υψηλά επιτόκια για να απορροφήσουν τεράστια διεθνή κεφάλαια τα οποία επένδυσαν με μεγάλη έλλειψη σύνεσης. Οταν ήρθε η αναπόφευκτη κατάρρευση, η ισλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να αποζημιώσει μόνο τους δικούς της καταθέτες».
Βεβαίως, ο Λόσον δεν παραλείπει να επισημάνει ότι η Ισλανδία δεν είναι μέλος της ευρωζώνης και έχει δικό της νόμισμα. «Μπόρεσε να δράσει αυτοβούλως και να προχωρήσει σε τεράστια υποτίμηση. Το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει η κυπριακή κυβέρνηση το ευρώ είναι ανοικτό, παρόλο που αυτή η επιλογή δεν θα ήταν εύκολη – ακόμη κι αν ήταν τρέλα να γίνει η Κύπρος μέλος της ευρωζώνης εξαρχής», όπως λέει.
«Δεν είναι να προκαλεί έκπληξη που η αλληλεγγύη της Μέρκελ εκτείνεται πρωτίστως στον δικό της λαό, σε μια χρονιά γενικών εκλογών. Και δεν χρειάζεται να είσαι συμπολίτης της για να αναρωτηθείς γιατί ακόμη και οι χαμηλόμισθοι Γερμανοί θα πρέπει μέσω αυξημένης φορολογίας να δώσουν άφεση αμαρτιών σε ρώσους και άλλους διεθνείς καταθέτες ύποπτων κυπριακών τραπεζών.
Εξάλλου το κόστος της διάσωσης των κυπριακών τραπεζών δεν πέφτει μόνο στους Γερμανούς, αλλά σε όλα τα μέλη της ευρωζώνης και αν κάποιο θεωρεί ότι η Γερμανία φέρθηκε υπερβολικά σκληρά, δεν έχει βγει να το πει», καταλήγει μάλλον σκωπτικά.