Welt am Sonntag: Αντώνης Σαμαράς, ο εξυγιαντής

Το εγκώμιο του Έλληνα πρωθυπουργού πλέκει η γερμανική εφημερίδα «Welt am Sonntag», σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύει σήμερα στη στήλη «Πρόσωπο της ημέρας», υπό τον τίτλο «Ο εξυγιαντής».

 

Το άρθρο που δημοσιεύει η εφημερίδα υπάρχουν αναφορές τόσο στην επίσκεψη του Αντώνη Σαμαρά στην Κίνα όσο και στην προσήλωσή του στην μεταρρυθμιστική προσπάθεια και στις μέχρι τώρα επιτυχίες του.

 

«Ειδικά ο Έλληνας πρωθυπουργός δείχνει ότι μια χώρα μπορεί πράγματι να σταθεροποιηθεί στην πιο βαθιά κρίση και μάλιστα να κυβερνηθεί. Η κουρασμένη από τη λιτότητα Ευρώπη μένει έκπληκτη», αναφέρεται στον υπότιτλο του άρθρου, το οποίο υπογράφει ο Φλόριαν Έντερ και το οποίο συνοδεύεται από σκίτσο του κ. Σαμαρά με φόντο την ελληνική σημαία.

 

«Ο άνθρωπος έχει “κότσια”. Πηγαίνει στο Πεκίνο, συγκρίνει τη “ρευστή” Ελλάδα του με μια τεράστια αυτοκρατορία, η οποία σχεδόν δεν ξέρει τι να κάνει με τα χρήματά της. Και οι δύο χώρες “είναι, στην ουσία, πανάρχαιοι πολιτισμοί”. Κι έπειτα καλεί ακόμη ο Αντώνης Σαμαράς την κινεζική οικονομία “να συμμετάσχει στην ελληνική ιστορία επιτυχίας”.

 

«Η οικοδέσποινα Κίνα, από ευγένεια, παρέμεινε σιωπηλή σε ό,τι αφορά το εάν συμμερίζεται αυτή την εκτίμηση της κατάστασης», σημειώνει ο αρθρογράφος και διαπιστώνει ότι «η αυτοπεποίθηση έχει σε κάθε περίπτωση επιστρέψει στην Αθήνα». Προσθέτει δε ότι «είναι και η υπερηφάνεια εκείνου, ο οποίος υποτιμήθηκε, που επιτρέπει στον Έλληνα πρωθυπουργό να στέκεται ευθυτενής, τόσο μέσα στην πατρίδα του όσο και στον κόσμο» και συνεχίζει: «Υπερηφάνεια μέχρι απερισκεψίας: ήδη εντός του επόμενου έτους η Ελλάδα θα επιστρέψει στις χρηματαγορές, ανακοίνωσε ο Σαμαράς».

 

Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ωστόσο ότι η επιτυχία των μέτρων που διακρίνει ο πρωθυπουργός δεν αντανακλάται μεν στην οικονομική ανάπτυξη και στα στοιχεία για την αγορά εργασίας, αφού, σημειώνει, «η ανεργία εξακολουθεί να αυξάνεται και ένα τέλος στην ύφεση-η οποία διαρκεί ήδη έξι χρόνια- αποτελεί περισσότερο ελπίδα παρά πρόβλεψη», αλλά παραδέχεται ότι «κανείς δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει την πρόοδο που έχει σημειωθεί, εάν συγκρίνει τη σημερινή κατάσταση με το πολιτικό χάος πριν από έναν χρόνο – μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων», αλλά και με την περίοδο των εικασιών περί εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

 

Σε σύγκριση «και με τα σενάρια αποχώρησης και εκδίωξης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και με τον φόβο ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να τινάξει στον αέρα ολόκληρη την Ευρωζώνη, η κατάσταση φαίνεται σήμερα ήρεμη», αναφέρει και προσθέτει: «Και σε σύγκριση με τα δικά του σχόλια για τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις πριν από την εκλογή του στο αξίωμα του επικεφαλής της κυβέρνησης, τα οποία τον παρουσίασαν ως εξαιρετικά αναξιόπιστο, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί στον Έλληνα πρωθυπουργό δύο επιτυχίες οι οποίες έμοιαζαν σχεδόν ακατόρθωτες: Ικανοποιεί τους πιστωτές και ταυτοχρόνως σταθεροποιεί, ως έναν βαθμό, την ελληνική πολιτική και την κοινωνία».

 

Το άρθρο συνεχίζεται με αναφορές στην πρόοδο που αναγνώρισε το Eurogroup σε ό,τι αφορά την υλοποίηση των διαρθρωτικών και δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεις της Ελλάδας και στην έγκριση της εκταμίευσης της δανειακής δόσης των 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ που αποφασίστηκε. «(Στο παρελθόν) είχαμε αισθανθεί και πιο άσχημα (δίνοντας την έγκρισή μας)», αναφέρει ο αρθρογράφος, μεταφέροντας δήλωση κάποιου εκ των συμμετεχόντων στην εν λόγω συνεδρίαση.

 

Ο Φλόριαν Έντερ αναφέρεται ακόμη σε πιο «σαφή» δήλωση του Επιτρόπου Όλι Ρεν στην γερμανική εφημερίδα, ο οποίος, όπως λέει, «αναγνωρίζει τον ίδιο τον πρωθυπουργό ως “εγγυητή της μεταρρυθμιστικής πορείας”».

 

«Ο κ. Σαμαράς εξέπληξε πολλούς με την ικανότητά του να κρατήσει τη μεταρρυθμιστική πορεία και έτσι να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στην Ελλάδα», δήλωσε ο κ. Ρεν.

 

«Επιστρέφει η εμπιστοσύνη – αυτό το ρευστό όσο και απαραίτητο ύφασμα», αναφέρει ο αρθρογράφος και παραθέτει δήλωση της Ελληνίδας Επιτρόπου Μαρίας Δαμανάκη: «Σε αυτό συμφωνούν όλοι, από τη διεθνή κοινότητα και τις διεθνείς αγορές, μέχρι τους ίδιους τους Έλληνες».

 

Στο άρθρο επισημαίνεται ακόμη η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον Οίκο αξιολόγησης Fitch, η οποία αιτιολογήθηκε με αναφορές στη σαφή μεταρρυθμιστική πορεία της κυβέρνησης. «Η ελληνική οικονομία, σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα, αναπλήρωσε 4/5 της απόστασης προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης», αναφέρει η Fitch.

 

«Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το μέγεθος της μέτρησης, καθώς ο καθένας το ορίζει διαφορετικά. Κανείς όμως δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η Ελλάδα χαμήλωσε βίαια το κόστος εργασίας και ότι ιδιωτικοποιεί αρκετά γενναία τη δημόσια περιουσία. Για επιχειρηματίες, η χώρα αποτελεί και πάλι επιλογή για επενδύσεις», γράφει ο Έντερ.

 

«Αυτό βοηθά τον Σαμαρά και στη χώρα του. Όχι ότι στους Έλληνες, οι οποίοι είναι εκείνος ο λαός της Ευρώπης που πλήττεται περισσότερο από όλους από την κρίση της οικονομίας, του χρέους και του κράτους, αρέσει η λιτότητα. Μια δημοσκόπηση του ερευνητικού Ινστιτούτου Pew των ΗΠΑ δείχνει ξεκάθαρα ότι 2/3 των Ελλήνων έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι χρεώνουν στον Σαμαρά κακές επιδόσεις στην αντιμετώπιση της κρίσης. Την δυσπιστία του λαού του ο Σαμαράς τη μοιράζεται με τους πρωθυπουργούς της Ιταλίας και της Ισπανίας, αλλά περίπου 70% των Ελλήνων θέλει να διατηρήσει το ευρώ και μόνο μία μικρή πλειοψηφία λέει ότι αντί της λιτότητας πρέπει η χώρα να ξοδέψει χρήματα προκειμένου να δημιουργήσει θέσεις εργασίας», τονίζεται και γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι κατά την πρόσφατη ψήφιση από τη Βουλή της κατάργησης 15.000 θέσεων εργασίας στο Δημόσιο, «διαδήλωσαν μόνο μερικές χιλιάδες άνθρωποι», ενώ επισημαίνεται:«Το έτοιμο για βία μαύρο μπλοκ των αναρχικών; ‘Αφαντο. Οι καταλήψεις δημόσιων κτιρίων; Παρελθόν. Τόσο γρήγορα περνάει ένας χρόνος, τόσα πολλά μπορούν και αλλάζουν».

 

Ο αρθρογράφος διευκρινίζει ωστόσο ότι «η κατάσταση παραμένει εύθραυστη, διότι τα ευρωπαϊκά κίνητρα για μεταρρυθμίσεις κινδυνεύουν να χαθούν γρήγορα. Και στην Ευρώπη αλλάζει η διάθεση, όμως προς την αντίθετη κατεύθυνση», γράφει και συνεχίζει αναφερόμενος στις δηλώσεις του Προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ περί τερματισμού της λιτότητας, αλλά και στην απροθυμία της γαλλικής κυβέρνησης να μειώσει το χρέος.

 

 

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ