Ο επικεφαλής του DIW Μαρσέλ Φράτσερ προειδοποιεί ότι η Γερμανία σύντομα θα χάσει την επαφή με τα πράγματα, αν δεν προχωρήσει σε περισσότερες επενδύσεις.
Ο κ. Φράτσερ δεν θεωρείται ονειροπόλος, όπως πολλοί άλλοι οικονομολόγοι. Ο επικεφαλής του βερολινέζικου Ερευνητικού Ινστιτούτου DIW προσπαθεί αντίθετα να αφυπνίσει. «Η Γερμανία έχει ψευδαισθήσεις», δήλωσε στην Φρανκφούρτη και τόνισε ότι η οικονομία της χώρας δεν βρίσκεται σε τόσο καλή κατάσταση, όσο πολλοί πιστεύουν. Είναι πράγματι αξιέπαινο το γεγονός ότι η Γερμανία κατάφερε εν τω μέσω της κρίσης να κρατήσει χαμηλά το ύψος του χρέους, ωστόσο μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η γερμανική οικονομία είναι τόσο σταθερή.
Την άποψή του αυτή την στηρίζει σε στοιχεία: το 70% των εργαζομένων έχουν μικρότερους μισθούς απ’ ό,τι πριν από δέκα χρόνια, ενώ και η παραγωγικότητα, την οποία η Γερμανία αξιώνει από άλλες χώρες, έχει μειωθεί σε σχέση με το 1999. Επιπλέον, το ποσοστό των επενδύσεων σε αυτά τα χρόνια έχει μειωθεί από το 20% στο 17%.
Ειδικά αυτός ο τελευταίος δείκτης αποτελεί κατά τον ίδιο το κύριο πρόβλημα, καθώς δημιουργείται επενδυτικό κενό της τάξης των 80 δις ευρώ ή 3% του ΑΕΠ. Έτσι, η Γερμανία μακροπρόθεσμα έχει προοπτική ανάπτυξης της οικονομίας της τάξης του 1%, ποσοστό παρόμοιο με αυτό της Ισπανίας. Αυτό που εξοικονομείται στην Γερμανία μεταφέρεται στο εξωτερικό και δεν επενδύεται στην χώρα. Στο πλαίσιο αυτό ο επικεφαλής του DIW τάσσεται υπέρ ενός ολοκληρωμένου πακέτου επενδύσεων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, κυρίως στις υποδομές και την εκπαίδευση.
Μία άλλη ψευδαίσθηση που υπάρχει στην Γερμανία είναι η άποψη ότι όλα όσα είναι καλά για την Ευρώπη είναι κακά για την χώρα. Σαν παράδειγμα ανέφερε το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, το οποίο απορρίπτεται από πολλούς οικονομολόγους. «Στο εξωτερικό υπάρχει μία ευρύτερη συναίνεση για την ορθότητα αυτής της πολιτικής», επισημαίνει ο Φράτσερ και καλεί να στηριχθεί το πρόγραμμα της ΕΚΤ, το οποίο μέχρι τώρα έχουν υποστηρίξει 200 οικονομολόγοι από όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με την άποψή τους, η αγορά ομολόγων δεν βοηθά μόνο τους Νοτιοευρωπαίους, μειώνοντας το επιτόκιο δανεισμού τους, αλλά και την Γερμανία. Από την ανακοίνωση του προγράμματος και μετά η ηρεμία έχει επιστρέψει και οι κίνδυνοι για τις κεντρικές τράπεζες έχουν μειωθεί. Αυτό είναι κάτι από το οποίο ωφελούνται όλοι.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι η ευρωπαϊκή κρίση κοστίζει στην Γερμανία χρήματα. Και στο σημείο αυτό η πολιτική προσπαθεί να δημιουργήσει στους πολίτες την ψευδαίσθηση ότι δεν τίθεται ζήτημα εκ νέου αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, ακόμα και μετά τις εκλογές. Ο υπουργός οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει σε πλείστες όσες περιπτώσεις επαναλάβει την συγκεκριμένη θέση.
Ο Φράτσερ όμως είναι πεπεισμένος ότι το ζήτημα θα επιστρέψει σύντομα στο τραπέζι. «Δεν θα ονομαστεί αναδιάρθρωση, προκειμένου η πολιτική να διατηρήσει την αξιοπιστία της. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο» λέει. Μπορεί κανείς να επιμηκύνει τον χρόνο αποπληρωμής των δανείων και να ζητήσει λιγότερους τόκους, καθώς έτσι η Ελλάδα θα είχε το κίνητρο να επιμείνει στις μεταρρυθμίσεις.
Σε κάθε όμως περίπτωση το κόστος της Ελλάδας για την Γερμανία θα είναι μεγάλο, με τον Φράτσερ να υπολογίζει διψήφιο αριθμό σε δισεκατομμύρια Ευρώ.