«Τι συμβαίνει όταν μια χώρα υπό διάσωση τελικά αποφασίζει να πει “όχι”;» ρωτά σε άρθρο του ο ανταποκριτής των Financial Times στις Βρυξέλλες, αναφέροντας ότι είναι μια ερώτηση που έχουν αρχίσει να θέτουν στον εαυτό τους κάποιοι αξιωματούχοι της τρόικα σε σχέση την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον Πίτερ Σπίγκελ, μετά από περισσότερο από ένα χρόνο στην εξουσία, διάστημα που έχει σημαδευθεί από αυξανόμενη ισχυρογνωμοσύνη έναντι των απαιτήσεων για μεταρρυθμίσεις, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει επανειλημμένως ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί νέα μέτρα λιτότητας.
Συνεχίζει αναφέροντας ότι με πολλούς τρόπους η Ελλάδα έχει χάσει την ικανότητα να σοκάρει, καθώς από τη στιγμή που το μεγαλύτερο χρέος της κατέχεται από τους επίσημους πιστωτές, οι ευρύτερες χρηματαγορές δε της δίνουν μεγάλη σημασία. Επίσης οι αντιπαραθέσεις με τους επιθεωρητές της τρόικα είναι πλέον τόσο συνηθισμένες που έχουν σταματήσει να προκαλούν αίσθηση, ακόμα και στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο.
Παρόλα αυτά, κρίνοντας από την αμυδρά κεκαλυμμένη οργή μεταξύ των κορυφαίων διαπραγματευτών τις τελευταίες ημέρες, ο νέος γύρος συνομιλιών που έχει τραβήξει για ένα δίμηνο μοιάζει να είναι διαφορετικός στην ουσία του. Όπως εξηγεί ο συντάκτης, στην επιφάνεια φαίνεται πως οι διαφωνίες μεταξύ Αθήνας και τρόικα επικεντρώνονται σε γνωστά θέματα, όπως το δημοσιονομικό κενό για το 2014, η πρόοδος των ιδιωτικοποιήσεων και οι διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η άρση του μορατόριουμ των στεγαστικών κατασχέσεων.
«Αλλά για εκείνους που εργάζονται πάνω στο ελληνικό πρόγραμμα εδώ και χρόνια κάτι πιο θεμελιώδες μοιάζει να αλλάζει. Η Αθήνα, που ποτέ δεν ήταν ενθουσιωδώς υπέρ των μεταρρυθμίσεων, έχει ακόμα λιγότερους λόγους για να συνεργαστεί», γράφει ο κ. Σπίγκελ.
Επικαλείται ανώτερο διαπραγματευτή της τρόικα ο οποίος δηλώνει: «Ξεκάθαρα αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι πολιτικές απώλειες γίνονται πολύ προφανείς. Υπάρχει απλά μία εμφανής αύξηση της αντίστασης». Ο συντάκτης προσθέτει ότι ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της εναντίωσης οφείλεται στη «μεταρρυθμιστική κόπωση» που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες υπό διάσωση σχεδόν αμέσως μετά την εφαρμογή των διασώσεων. Αλλά, όπως τονίζει, οι συσχετισμοί στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να αλλάζουν με τρόπους που ορισμένοι φοβούνται ότι έχουν αποδυναμώσει τα κίνητρα για την επίτευξη συμφωνίας.
Στη συνέχεια αναφέρεται ότι η κύρια ανησυχία για την ελληνική κυβέρνηση είναι πολιτική, η όλο και πιο ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σημειώνεται δε ότι αντίθετα με την Πορτογαλία, η αξιωματική αντιπολίτευση στην ελληνική περίπτωση δεν είναι ένα κόμμα που είχε στηρίξει τη διάσωση. «Ο ακροαριστερός ΣΥΡΙΖΑ πιέζει τους αριστερούς πολιτικούς όλων των κατευθύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ, να στραφούν κατά του προγράμματος», αναφέρει το δημοσίευμα, προσθέτοντας ότι μια κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού θα μπορούσε κάλλιστα να σημάνει το τέλος του προγράμματος διάσωσης όπως το έχουμε γνωρίσει.
Εκτιμάται επίσης ότι υπάρχει μία ακόμα μεγαλύτερη αλλά λιγότερο παρατηρημένη αλλαγή στις περιστάσεις αναφορικά με την Ελλάδα, δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα που σημαίνει ότι «κάθε επιπλέον δολάριο φόρου που απομυζείται από τους Έλληνες ψηφοφόρους πηγαίνει προς πληρωμή πιστωτών».
Όπως επισημαίνει ο κ. Σπίγκελ, αν και αξιωματούχοι της τρόικα δε συμφωνούν ότι η έλλειψη ευελιξίας της Ελλάδας οφείλεται στο πρωτογενές πλεόνασμα, ιστορικά οι κυβερνήσεις που λαμβάνουν διεθνή βοήθεια γίνονται λιγότερο συνεργάσιμες όταν μπορούν να καλύψουν πλήρως μόνες τις δαπάνες τους. «Αν η Αθήνα είχε τη δική της κεντρική τράπεζα για να τονώσει το χρηματοπιστωτικό της τομέα, θα υπήρχαν ελάχιστα κίνητρα για να συνεχίσει να αποπληρώνει την ΕΕ και το ΔΝΤ», σημειώνει ο συντάκτης των Financial Times.
Αναφέρει επίσης ότι τα κίνητρα έχουν αλλάξει και για την ευρωζώνη, καθώς πολλοί πιστεύουν ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί δε θα επιτρέψουν την εξάπλωση της ελληνική κρίσης στις υπόλοιπες χώρες-μέλη. «Η επόμενη μεγάλη αποπληρωμή για την Ελλάδα είναι το Μάιο, προς την ΕΚΤ. Μέχρι τότε υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι για να αποδεσμευθεί βοήθεια προς την Ελλάδα», υπογραμμίζει το δημοσίευμα.
Καταλήγει προειδοποιώντας: «Υπάρχουν μερικοί μέσα στην τρόικα και στα εθνικά υπουργεία Οικονομικών που πάντα πίστευαν ότι η ελληνική έξοδος από την ευρωζώνη ήταν αναπόφευκτη. Αν η Αθήνα και οι επίσημοι πιστωτές της δε βρουν περισσότερους λόγους για συμβιβασμό, οι χειρότεροι φόβοι τους ίσως πραγματοποιηθούν».