Παρά τις καλύτερες από τις προσδοκώμενες οικονομικές ανακοινώσεις της φετινής χρονιάς, ο όγκος της οικονομικής δραστηριότητας σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο παραμένει αξιοσημείωτα χαμηλός.
Οι ορισμοί της ύφεσης και της ανάκαμψης δεν έχουν πια σχέση με την πραγματικότητα. Αντ’ αυτού, είμαστε αντιμέτωποι με επίμονη οικονομική στασιμότητα. Όσοι αναρωτιούνται μήπως η Δύση κινδυνεύει να μπει σε μια ιαπωνικού τύπου χαμένη δεκαετία δεν πιάνουν το νόημα. Το ζήτημα είναι αν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τη χαμένη δεκαετία που ήδη στραγγαλίζει τις οικονομίες μας.
Οι μισθοί είναι χαμηλοί. Τα επιτόκια έχουν κάθε λόγο να παραμείνουν σε αρνητικά ρεκόρ. Τα κρατικά χρέη είναι αναπόφευκτα υψηλά (και σε κάποιες περιπτώσεις επιμένουν αυξητικά). Οι εταιρίες προτιμούν να μαζεύουν ρευστό παρά να επενδύουν. Και, παρά την έντονη δραστηριότητα στις μηχανές εκτύπωσης χρήματος, ο πληθωρισμός αιφνιδιάζει συνέχεια προς τα κάτω.
Οι ρυθμιστές έκαναν καλά όταν απέφυγαν ένα νέο Μεγάλο Κραχ μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και τη χρηματοοικονομική συντριβή που θα ακολουθούσε. Δεν έχουν όμως αποτρέψει και τη Μεγάλη Στασιμότητα.
Όπως ανακάλυψαν και οι Ιάπωνες, δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από μια χαμένη δεκαετία. Πολύ συχνά η Δύση αντιμετωπίζει τα προβλήματα της Ιαπωνίας «απλώς ως μακροοικονομικά» και υπαινίσσεται ότι θα λύνονταν εύκολα με μια επιθετική μεταστροφή στη νομισματική ή δημοσιονομική πολιτική. Κι όμως, η Δύση παραμένει κολλημένη στο ίδιο λούκι.
Είναι γεγονός ότι η δημοσιονομική στρατηγική δεν έχει βοηθήσει τα τελευταία χρόνια, αλλά από νομισματική άποψη οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν εξαντληθεί. Όμως το αποτέλεσμα της γενναιοδωρίας τους είναι απογοητευτικό.
Μια νέα εκδοχή της θεωρίας της «μακροοικονομικής αποτυχίας» έδωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Lawrence Summers, μόλις πρόσφατα. Σε ομιλία του σε ερευνητικό συνέδριο του ΔΝΤ στις 8 Νοεμβρίου, ο Larry Summers μίλησε για τους κινδύνους της «αιώνιας στασιμότητας», δίνοντας μια ενδιαφέρουσα εξήγηση γιατί ο ανεπτυγμένος κόσμος ίσως πρέπει να μάθει να ζει με χαμηλά ονομαστικά επιτόκια και χρηματοπιστωτικές φούσκες μέχρι την αιωνιότητα, αν θέλει να πετύχουν οι ρυθμιστές οτιδήποτε πλησιάζει στην πλήρη απασχόληση.
Η θεωρία του βασίζεται σε μια απλή παρατήρηση: ο πληθωρισμός τις δύο τελευταίες δεκαετίες κινείται κατά κανόνα χαμηλότερα απ’ όσο αναμένεται, ανεξάρτητα από τα κυκλικά υψηλά και χαμηλά του.
Οι πιέσεις τιμών ήταν περιορισμένες στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και ακόμη πιο περιορισμένες στα χρόνια που προηγήθηκαν της διεθνούς κρίσης. Ως εκ τούτου, ο καθηγητής Summers πιστεύει ότι δεν έχει νόημα να λέμε ότι, σε κάποιο σημείο, εμφανίστηκε υπερβολική εγχώρια ζήτηση.
Σε όλη την περίοδο, ο κίνδυνος ήταν πάντα η ελλειμματική ζήτηση, κυρίως επειδή τα επιτόκια -πολύ χαμηλά ήδη- δεν θα μπορούσαν να πέσουν σε επίπεδα τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πλήρη απασχόληση.
Αντί αυτού, υψηλότερα επίπεδα δραστηριότητας μπορούσαμε να πετύχουμε μόνο δημιουργώντας ή συντηρώντας χρηματοπιστωτικές φούσκες, από τη φούσκα dot.com στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι την παράνοια των subprime πριν από τη Lehman.
Ο Summers αναφέρει ότι το επίπεδο των πραγματικών επιτοκίων που χρειάζεται για να υπάρξει πλήρης απασχόληση ίσως είναι, ας πούμε, -2% ή -3%. Αυτό είναι βασικά ανέφικτο σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού.
Για να το πούμε διαφορετικά, αν ο Summers έχει δίκιο, ίσως να μην μπορεί να το αποδείξει ποτέ. Κι αυτό μάλλον μειώνει την ισχύ της θεωρίας, εκτός κι αν οι κεντρικοί τραπεζίτες θελήσουν και μπορέσουν να δημιουργήσουν υψηλότερο πληθωρισμό απ’ όσο έχουμε συνηθίσει – δύσκολο έργο σε κοινωνίες όπου οι πληθυσμοί γερνούν και οι άνθρωποι τείνουν να συντηρούν τις (ονομαστικές) αποταμιεύσεις τους.
Υπάρχουν δύο προβλήματα ακόμη με την προσέγγιση του Summers: Πρώτον, προϋποθέτει ότι η απουσία πληθωρισμού με κάποιον τρόπο αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε πρόβλημα υπερβολικής ζήτησης. Αυτό είναι παράξενο. Πάρα πολλές οικονομίες έχουν υποστεί μη βιώσιμες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές ανθήσεις χωρίς πληθωρισμό.
Σκεφτείτε τις ΗΠΑ στη δεκαετία «του καλπασμού» του 1920, την Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ή την Ταϊλάνδη (με τα δεδομένα της εποχής) στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Όλες τους στη συνέχεια υπέστησαν τις συνέπειες. Πολύ συχνά, ο επίμονα χαμηλός ή σταθερός πληθωρισμός -ενίοτε αποτέλεσμα ευνοϊκών εξωτερικών συνθηκών- δημιουργεί την εσφαλμένη αίσθηση ότι η δραστηριότητα μπορεί να διατηρηθεί σε πολύ υψηλό επίπεδο, οδηγώντας σε υπερβολική ανάληψη κινδύνου, σε χρηματοπιστωτικές φούσκες και σε κρίσεις στα ισοζύγια πληρωμών.
Δεύτερον, ο Summers καταλήγει στο ότι η αιώνια στασιμότητα είναι κυρίως θέμα ζήτησης. Αυτό δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο. Υπάρχουν πολλοί ακόμη απολύτως πιθανοί λόγοι για τη χαμηλότερη της αναμενόμενης ανάπτυξη.
Από πλευράς οικονομικής πορείας, τα τέλη του 20ού αιώνα αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ότι ήταν μια μοναδική «χρυσή εποχή» για τον ανεπτυγμένο κόσμο λόγω της λήξης του προστατευτισμού του Μεσοπολέμου, της τεράστιας αύξησης στα εργατικά χέρια χάρη στην είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας, της θεαματικής αύξησης των φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, της μαζικής διεύρυνσης στα δάνεια των νοικοκυριών (που με τη σειρά της άνοιξε τον δρόμο σε μεγαλύτερη μαζική παραγωγή) και, προφανέστατα, της επίδρασης των babyboomers στην προσφορά εργασίας.
Η τεχνολογία συνεχίζει να προοδεύει, βεβαίως, αλλά από μόνη της δεν εξηγεί πλήρως τη χρυσή εποχή. Αυτή η εφάπαξ προσαρμογή οδήγησε σε μια περίοδο ασυνήθιστα ταχείας οικονομικής ανάπτυξης που έφερε τον ανεπτυγμένο κόσμο πιο κοντά στην παραγωγική του δυνατότητα. Η ίδια διαδικασία εξελίσσεται σήμερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, έστω κι αν ο ανεπτυγμένος παραμένει στάσιμος.
Κι αυτό δίνει μια εντελώς διαφορετική προοπτική στη συνεχή στασιμότητα. Δεν υπάρχει μαγικό επιτόκιο (άσχετα από το αν θα μπορούσε να επιτευχθεί).
Η απουσία πληθωρισμού στις δύο τελευταίες δεκαετίες ίσως δεν δείχνει χρόνια έλλειψη ζήτησης. Αντίθετα, οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν διαθέτουν πλέον τη δυναμική προσφορά των παλαιότερων εποχών. Ακόμη χειρότερα, επειδή οι ρυθμιστές δεν έχουν αναγνωρίσει αυτήν τη νέα πραγματικότητα, συνεχίζουν να προσποιούνται ότι παραμένουν εφικτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης της χρυσής εποχής, που είναι βολικός τρόπος για να αγνοούν τις δύσκολες δημοσιονομικές αποφάσεις που εν τέλει θα χρειαστούν.
Ένα χάσμα μεγαλώνει διαρκώς ανάμεσα στις πολιτικές και τις επενδυτικές ελπίδες και τη νέα οικονομική πραγματικότητα. Αυτό το χάσμα θα χρειαστεί να κλείσει. Καθώς θα κλείνει, κάποιοι θα χάσουν.
Η δυσπιστία θα αυξηθεί. Η αποφυγή κινδύνου θα διαδοθεί. Η ανάπτυξη θα παραμείνει στάσιμη. Και ο ανεπτυγμένος κόσμος κινδυνεύει να υποπέσει στο «μελαγχολικό κράτος» του Adam Smith -έναν κόσμο όπου το κέρδος του ενός θεωρείται η αιτία για την απώλεια του άλλου-, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των επιτοκίων.
(Financial Times)