Εγκρίθηκε, σήμερα, από το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) η συμφωνία για νέες επενδύσεις από την COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, ύψους 230 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο, προβλέπεται η κατασκευή και εκμετάλλευση του Δυτικού Προβλήτα III του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΠ (ΣΕΜΠΟ) από τη ΣΕΠ ΑΕ (Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά), η κατασκευή για λογαριασμό του ΟΛΠ ΑΕ του Προβλήτα Πετρελαιοειδών και η αναβάθμιση με νέο μηχανολογικό εξοπλισμό των Προβλητών II και Ανατολικού Προβλήτα ΙΙΙ ΣΕΜΠΟ.
Η αναπτυξιακή προοπτική του λιμανιού
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, με την επένδυση αυτή δημιουργούνται 700 νέες θέσεις εργασίας στον Πειραιά και 1.500 έμμεσες, ενώ, παράλληλα, διασφαλίζεται η αναπτυξιακή προοπτική του λιμανιού, το οποίο πλέον αναμένεται να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο μεταξύ των λιμανιών όλης της Μεσογείου.
«Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς», δήλωσε ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος παρέστη στη συνεδρίαση του ΔΣ του ΟΛΠ, γιατί πρόκειται για τη «μεγαλύτερη επένδυση που γίνεται στη χώρα μας στα χρόνια της κρίσης».
«Σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη μεγάλων ξένων επενδυτών στη χώρα μας, ενώ παράλληλα δίνει στο λιμάνι του Πειραιά τη δυνατότητα να γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου. Να αυξήσει, δηλαδή, τη δυναμικότητά του από τα 3,7 εκατ. εμπορευματοκιβώτια στα 6,2 εκατ., ετησίως», σημείωσε ο υπουργός και προσέθεσε:
«Στόχος μας ήταν πάντοτε να αξιοποιήσουμε τις λιμενικές υποδομές προς όφελος της εθνικής οικονομίας, ανοίγοντας ορίζοντες προς το εξωτερικό. Αυτός ήταν ένας στόχος ο οποίος στην αρχή αμφισβητήθηκε, αλλά σήμερα η επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά θεωρείται ένα κορυφαίο παράδειγμα επιτυχημένης προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Προσωπικά, αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής, γιατί όλη αυτή η πορεία έγινε επί υπουργίας μου, αφού στην αρχή υπήρχε μόνο η προφορική δέσμευση ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τον Κινέζο ομόλογό του, όταν και συμφώνησαν να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο θα επεκταθεί η παρουσία της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά».
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ο κ. Βαρβιτσιώτης αναφέρθηκε, επίσης, στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Είχαμε θέσει από νωρίς τον όρο ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα τελούσε υπό την προκαταρκτική έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το κάναμε αυτό διότι δεν θέλαμε στο μέλλον να υπάρχει οποιαδήποτε ανησυχία για ενδεχόμενες κρατικές ενισχύσεις ή παραβίασης των όρων που επιβάλει η ΕΕ για τη διαφάνεια στην κατάρτιση τόσο μεγάλων συμβάσεων».
Ο υπουργός Ναυτιλίας τόνισε ότι «η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τη γεωστρατηγική της θέση, ιδιαίτερα στη σημερινή περίοδο γεωπολιτικής ανασφάλειας σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής».
«Τώρα είναι η ευκαιρία να γίνουμε πραγματικά η πύλη εισόδου εμπορευμάτων της Ευρώπης και η πύλη των εξαγωγών της Ευρώπης», ανέφερε και προσέθεσε: «Η σύνδεση του λιμανιού με το τρένο, που έγινε μόλις τον τελευταίο χρόνο, εγγυάται πλέον ότι τα εμπορεύματα που φτάνουν στον Πειραιά μπορούν να φτάσουν γρηγορότερα στις αγορές της κεντρικής Ευρώπης. Και, βέβαια, αντίστοιχα τα εμπορεύματα που φεύγουν από τα εργοστάσια της Ευρώπης μπορούν να φύγουν πολύ πιο γρήγορα, φθηνά και με ασφάλεια από το λιμάνι του Πειραιά προς όλους τους προορισμούς του κόσμου».
«Θεωρούμε ότι μέσα από την αξιοποίηση των στρατηγικών πλεονεκτημάτων της χώρας θα δώσουμε απάντηση στα αναπτυξιακά προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίσαμε όλο το προηγούμενο , διάστημα», κατέληξε ο κ. Βαρβιτσιώτης.
Ενεργές λειτουργίες της προβλήτας
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΛΠ Γιώργος Ανωμερίτης ανέφερε ότι για τον Οργανισμό «ο Φιλικός Διακανονισμός Β’ της Σύμβασης Παραχώρησης είναι μια επικερδής επιχειρηματική δραστηριότητα, στα πλαίσια των πολιτικών των παραχωρήσεων λιμενικών υπηρεσιών, όπως γίνεται σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, πολύ δε περισσότερο που ο παραχωρούμενος χώρος είναι θάλασσα και όχι ενεργά λειτουργών προβλήτας» και προσέθεσε:
«Το ΔΣ του ΟΛΠ ΑΕ από την αρχή επέλεξε και ενέταξε στη Συμφωνία αυτή το μέγιστο της διαδικασίας διαφάνειας: α) να αποσταλεί δηλαδή το Σχέδιο Συμφωνίας στην ΕΕ, β) να αποσταλεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο, γ) να εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση και δ) να ψηφισθεί στη Βουλή».