Ντόμινο αρνητικών εξελίξεων προμηνύουν οι ζημιές στις εταιρείες ΑΝΕΚ Μινωικές, Attica, και ΝΕΛ ξεπέρασαν για το 2010 τα 218 εκατ. ευρώ, και σε συνδυασμό με την κατάρρευση ακόμη δύο εταιρειών τους προηγούμενους μήνες της G.A. Ferries και της ΣΑΟΣ.
Στο προσκήνιο επανέρχονται σενάρια για πωλήσεις πλοίων, κατάργηση δρομολογίων, αυξήσεις εισιτηρίων, αλλά και εκ νέου μείωση των ταχυτήτων.
Αλλά και η υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας για την ακτοπλοία μεταξύ της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας και του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας αναμένεται να ανοίξει το δρόμο για επιχειρηματικές συμβάσεις στο κλάδο. Η σύμβαση προβλέπει αυξήσεις ύψους 1,5% για το 2010 και 1% για το 2011.
Μόνο που βρίσκει κάθετα αντίθετους την άλλη ακτοπλοϊκή Ένωση την Ένωση Επιχειρήσεων Ναυτιλίας αλλά και ακτοπλοϊκές εταιρείες όπως η ΑΝΕΚ η Hellenic Seaways και η Aegean Speed Lines που αποχώρησαν από τον ΣΕΕΝ μόλις ανακοινώθηκε η υπογραφή της συγκεκριμένης σύμβασης.
Οι εταιρείες που διαχώρισαν την θέση τους δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να καλέσουν τους ναυτικούς τους να υπογράψουν επιχειρηματικές συμβάσεις, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος.
Σε επίπεδο στρατηγικής τιμών ήδη για την καλοκαιρινή περίοδο ήδη οι περισσότερες εταιρείες ανακοινώνουν ή σχεδιάζουν να ανακοινώσουν αυξήσεις. Οι αυξήσεις αποτελούν μονόδρομο , αφού σε διαφορετική περίπτωση δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους.
Από την άλλη όμως δεσμεύονται ότι σε περίπτωση που η πολιτεία αποφασίσει να καταργήσει τις κρατήσεις υπέρ τρίτων που δεν έχουν λόγο ύπαρξης στο ακτοπλοϊκό εισιτήριο, να φτάσει η μείωση και στον επιβάτη, ώστε να ενισχυθεί και η επιβατική κίνηση.
Ακόμα ένα μεγάλο και άλυτο θέμα είναι οι τιμές στα ναυτιλιακά καύσιμα. Η Aegean Speed Lines καλεί την πολιτεία να παρέμβει άμεσα ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία τόσο στις τιμές, όσο και στην ποιότητα των καύσιμων που χρησιμοποιούν τα ταχύπλοα σκάφη της Ελληνικής ακτοπλοΐας.
Στην ανακοίνωσή της η Aegean Speed Lines εξέφρασε την έντονη αντίδρασή της από τη συνεχιζόμενη και διαρκώς αυξανόμενη τιμή των καυσίμων κίνησης των πλοίων της εταιρείας, καθώς επίσης και η αλλαγή του τύπου καυσίμου που καλείται πλέον να χρησιμοποιεί εξαιτίας της αδυναμίας των προμηθευτών της να της εξασφαλίσουν τους τύπους που απαιτούν τα πλοία της.