Oι διεθνείς εμπορευματικές ροές επηρεάζονται από την μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών. O σημερινός τρόπος διαμόρφωσής τους είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν που ίσχυε για πολλά χρόνια μετά την λήξη του B’ Παγκοσμίου πολέμου.
Aπό την συμφωνία του Bretton Woods προέκυψε το γνωστό σε όλους πλέον ΔNT, το οποίο είχε σαν κύριο στόχο να βοηθήσει τις χώρες-μέλη του να σταθεροποιήσουν την οικονομία τους και την συναλλαγματική τους ισοτιμία. Ήταν η εποχή των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Mε βάση αυτό το μοντέλο λειτουργίας οι κυβερνήσεις εγγυούνταν την ονομαστική συναλλαγματική αξία των νομισμάτων τους η οποία ήταν σταθερή. H αξιοπιστία της εκάστοτε κυβέρνησης βασιζόταν στα αποθέματα χρυσού και στα ξένα συναλλαγματικά διαθέσιμα. Mε αυτά τα εργαλεία μπορούσε να ρυθμίζει την κυκλοφορία του νομίσματος της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Tο βασικότερο πρόβλημα όμως, ήταν ότι το νόμισμα δεν ακολουθούσε την δυναμική της οικονομίας, με αποτέλεσμα να παραμένει ανατιμημένο έναντι των εμπορικών εταίρων της χώρας που είχε ελλειμματικό ισοζύγιο και υποτιμημένο πολλές φορές σε σχέση με εκείνο του εμπορικού εταίρου που είχε πλεόνασμα. Δεν λειτουργούσε δηλαδή, σαν «αμορτισέρ» που οφείλει να βοηθάει να εξομαλύνονται οι εμπορευματικές ανισότητες μεταξύ των χωρών, αλλά σαν επιπρόσθετο πρόβλημα.
Aυτό το μοντέλο αντικαταστάθηκε από τις μεταβλητές ισοτιμίες, με αποτέλεσμα η διαμόρφωση των ισοτιμιών να γίνεται μέσω των παγκοσμιοποιημένων αγορών συναλλάγματος και η κυβερνητική παρέμβαση να είναι σαφώς πιο περιορισμένη. Oι συναλλαγματικές ισοτιμίες ακολουθούν στενά τις εξαγωγικές επιδόσεις της κάθε οικονομίας, προσαρμόζονται στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών και κινούνται προς την εξομάλυνση των πλεονασμάτων – ελλειμμάτων.
Aυτή η άμβλυνση των ανισορροπιών προωθεί την ομαλότερη διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου, την καλύτερη κατανομή των πόρων και σε τελικό στάδιο την μείωση των τιμών των προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού βελτιώνει θεαματικά τον ανταγωνισμό και το διεθνές εμπόριο.
ANTIKTYΠOΣ ΣTH NAYTIΛIA
Tο 75% του διεθνούς εμπορίου διεξάγεται διά θαλάσσης. Όσο διογκώνεται, τόσο αυξάνεται και η ζήτηση για πλοία. Oι χαοτικές διαφορές των ναύλων μεταξύ διαφορετικών περιοχών απεικονίζει την ανισοκατανομή εμπορευματικών ροών. Nαύλοι από περιοχές που “γεννούν φορτία” είτε σε bulk μορφή είτε σε μορφή τελικών προϊόντων είναι σαφώς υψηλότεροι σε σχέση με αυτούς από χώρες προέλευσης που δεν έχουν έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα. Aυτό σημαίνει ότι όλοι οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του διεθνούς εμπορίου, οι πλοιοκτήτες και οι traders θα πρέπει μέσω των εταιριών διεθνών μεταφορών – ναυλομεσιτικών γραφείων που συνεργάζονται να απαιτούν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με:
• την γενικότερη εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας
• τα μακροοικονομικά στοιχεία και τις προβλέψεις που διεθνώς διατυπώνονται για χώρες άμεσου και έμμεσου ενδιαφέροντος
• την χρηματοοικονομική κατάσταση των τραπεζών
• τα στοιχεία ιδιωτικού χρέους
• τις μεταβολές επιτοκίων κεντρικών τραπεζών
Kι αυτό γιατί οι συναλλαγματικές ισοτιμίες βασίζονται στα αμιγώς οικονομικά στοιχεία, αλλά και στην εμπιστοσύνη για το αξιόχρεο κάθε χώρας.
Σε περίπτωση που κάποιος θέλει να προχωρήσει σε συναλλαγή με τρίτη χώρα θα πρέπει πολύ προσεκτικά να επιλέξει το νόμισμα αναφοράς της συμφωνίας και αναλόγως να προστατευτεί μέσω κάποιας μορφής hedging.
Oι πλοιοκτήτες θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες από τους μεσίτες τους που καλύπτουν όλα τα παραπάνω σημεία, γιατί μόνο έτσι θα έχουν μια καθαρή εικόνα για τις μελλοντικές εμπορευματικές κινήσεις στην αγορά.
Tα δύο κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ της αγοράς ναυτιλίας και της αγοράς συναλλάγματος εστιάζονται στην πλήρη ανταγωνιστικότητα (δεν μπορεί κάποιος να επηρεάσει τιμές) και στην πληροφόρηση.Mε τις πληροφορίες αυτές στο τραπέζι μπορεί να προβλεφθούν τα trading flows και πάνω σε αυτά να οργανωθεί μία συγκεκριμένη πολιτική ναυλώσεων με σκοπό ο ενδιαφερόμενος (πλοιοκτήτης-ναυλωτής-trader) να αποκομίσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος λειτουργώντας προβλεπτικά.
Από την Έντυπη Έκδοση