Στον άσσο μένουν οι εφοπλιστές οι οποίοι βλέπουν τις τράπεζες να κλείνουν τις κάνουλες δανειοδότησης της ναυτιλίας.
Τα στοιχεία από το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι άκρως αποθαρρυντικά και δείχνουν μείωση της τάξεως του 60% από πέρυσι οδηγώντας έτσι σε χαμηλό 5ετίας.
Σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ο όγκος δανειοδοτήσεων ήταν περίπου 5,9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Είναι ακόμη μικρότερος από τον αντίστοιχο τριμηνιαίο όγκο ακριβώς μετά την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπου ακόμη και τότε κυμαινότανε μεταξύ 6 – 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η ανάγκη χρηματοδότησης των ναυτιλιακών εταιρειών είναι ιδιαίτερα μεγάλη καθώς τα έσοδα τους είναι μειωμένα λόγω των χαμηλών ναύλων και της υπερπροσφοράς πλοίων.
Σύμφωνα με τους Ευρωπαίους αναλυτές λόγω έλλειψης «δολαριακής» ρευστότητας, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ανταλλάσσουν χρυσό για δολάρια ώστε να εξασφαλίσουν ρευστότητα για διάστημα λίγων εβδομάδων. Μάλιστα υπογραμμίζουν ότι μόνο οι εταιρίες με κεφαλαιακά πλεονάσματα έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες της χαμηλής αγοράς.
Οι δανειακές υποχρεώσεις των Ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών υπερβαίνουν τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια εκ των οποίων τα 15 δισ. αφορούν ελληνικές τράπεζες. Πιο συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση αυξήθηκε το 2011 από 66,2 δισεκατομμύρια στα 67,694 ποσοστό 2,2%.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Petrofin Bank Research oι 10 κορυφαίες ελληνικές τράπεζες είχαν το 59,29% του ελληνικού ναυτιλιακού χαρτοφυλακίου το 2011 έναντι 63,10% το 2010. Τα εκταμιευμένα δάνεια έφθασαν τα 60,58 δισεκατομμύρια δολάρια έναντι 57, 08 δισεκατομμυρίων το 2010 ποσοστό αύξησης 6,13%.
Το χαρτοφυλάκιο διεθνών τραπεζών με παρουσία στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 1,65% στα 35,29 δισεκατομμύρια από 35,8 το 2010.
Oι διεθνείς τράπεζες- μη ελληνικές- χωρίς παρουσία στην Ελλάδα, δηλαδή χωρίς υποκαταστήματα αύξησαν το χαρτοφυλάκιό τους κατά 4,8% στα 15,176 δισεκατομμύρια. Αν υπολογίσουμε και τις 16 πρωτοεμφανιζόμενες στην χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας τράπεζες τότε το ποσοστό αύξησης εκτινάσσεται στο 23,62% και φθάνει τα 17,88 δισεκατομμύρια από 14,1 δισεκατομμύρια το 2010.