Οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι οι φοροαπαλλαγές υπέρ της εταιρείας νοθεύουν τον ανταγωνισμό
«Ωρολογιακή βόμβα», στα θεμέλια της προσπάθειας που κάνει η ελληνική Κυβέρνηση να προωθήσει το σχέδιό της για παραχωρήσεις στα ελληνικά λιμάνια, βάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία αποφάσισε τελικά να ζητήσει και επισήμως εξηγήσεις για τα φορολογικά πλεονεκτήματα που δίνει ο νόμος με τον οποίο επικυρώθηκε η σύμβαση παραχώρησης των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ από τον ΟΛΠ στην Cosco.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι, από τις 10 ειδικές φορολογικές διατάξεις, οι εννέα, αυτή τη στιγμή, αποτελούν κρατική ενίσχυση που νοθεύει ή μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, ενώ αφήνει αιχμές για το κατά πόσον ήταν διαφανής η όλη διαδικασία, αφού συμπεραίνει ότι οι υποψήφιοι δεν είχαν λάβει υπόψη τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, όταν κατέθεταν τις προσφορές τους.
Πρόκειται για τη συνέχεια των ενεργειών που είχε αποκαλύψει η «Ν» από τις 9 Ιουλίου 2012, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρισκόταν ένα βήμα πριν ανοίξει και επίσημα τον φάκελο «Cosco». Στο ενδιάμεσο, σύμφωνα με πληροφορίες, έγιναν προσπάθειες σε πολιτικό επίπεδο να μπει η υπόθεση στο αρχείο.
Το επιχείρημα που ανέπτυξε η ελληνική πλευρά ήταν ότι η χώρα βρίσκεται σε μια φάση ανασύνταξης, καθώς υλοποιεί διαρθρωτικές αλλαγές, μεταξύ των οποίων η προώθηση των σχεδίων για την είσοδο ιδιωτικών κεφαλαίων στη λιμενική βιομηχανία. Το άνοιγμα της συγκεκριμένης υπόθεσης, υποστήριζε η ελληνική πλευρά, και ενδεχομένως μια καταδικαστική απόφαση θα είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην υλοποίηση του σχεδιασμού για παραχωρήσεις στα ελληνικά λιμάνια.
Παράλληλα, θα έβαζε και το ελληνικό κράτος αλλά και τον ΟΛΠ, που είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο εταιρεία, σε μια περιπέτεια χωρίς τέλος, αφού θεωρείται βέβαιο ότι η Cosco δεν θα αποδεχόταν να αλλάξει μια συμφωνία που έχει γίνει ήδη νόμος του κράτους.
Απορρίπτουν οι Βρυξέλλες
Οι Βρυξέλλες εξέτασαν δύο φορές τις καταγγελίες που έκαναν ο τότε νομάρχης Πειραιά Γιάννης Μίχας, αλλά και η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Λιμένων Ελλάδος. Απέρριψαν όλες τις άλλες αιτιάσεις, αλλά στάθηκαν στο πλέον σημαντικό: Τις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνει η Cosco και για τις οποίες κρίνει ότι, με τα σημερινά δεδομένα, υπάρχει θέμα κρατικών ενισχύσεων, απορρίπτοντας όλα τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. Καλεί μάλιστα την ελληνική κυβέρνηση να απαντήσει σε διάστημα ενός μήνα, για τρίτη και τελευταία φορά, πριν λάβει τις οριστικές της αποφάσεις.
Τα φορολογικά αυτά πλεονεκτήματα χορηγήθηκαν στην παραχωρησιούχο, μετά τη διαδικασία του διαγωνισμού, και συνδέονται με διάφορες φορολογικές διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή αξιολόγησε τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:
– Απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων,
– Ευνοϊκές διατάξεις όσον αφορά την επιστροφή του πιστωθέντος ΦΠΑ,
– Μεταφορά ζημιών εις νέον χωρίς χρονικό περιορισμό,
– Επιλογή μεταξύ 3 μεθόδων απόσβεσης,
– Απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος εταιρειών για αγαθά, έργα και υπηρεσίες που παρέχονται στην PCT (Cosco) εκτός Ελλάδος από εταιρείες ή κοινοπραξίες εκτός Ελλάδος, σε περίπτωση διμερούς φορολογικής συμφωνίας,
– Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου επί συμφωνιών δανειοδότησης, καθώς και οποιασδήποτε συμπληρωματικής συμφωνίας για τη χρηματοδότηση του επενδυτικού σχεδίου,
– Απαλλαγή από φόρους, τέλη χαρτοσήμου, συνεισφορές και τυχόν δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων για τις συμβάσεις μεταξύ δανειστών των δανειακών συμβάσεων, βάσει των οποίων μεταβιβάζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές,
– Απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου για κάθε οικονομική αντιστάθμιση που καταβάλλεται από τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) στην PCT, στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης,
– Προστασία που προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα 2687/53 για την επένδυση της σύμβασης παραχώρησης και απαλλαγή από τους κανόνες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε περίπτωση οφειλών προς το Δημόσιο.
Η Επιτροπή έκρινε ότι το φορολογικό μέτρο, που αφορά στην απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, για αγαθά, έργα και υπηρεσίες που παρέχονται στην παραχωρησιούχο εκτός Ελλάδος, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Οσον αφορά σε όλα τα άλλα φορολογικά πλεονεκτήματα, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή θεωρεί ότι αποτελούν κρατική ενίσχυση.
Η Επιτροπή έχει επιφυλάξεις για το κατά πόσον τα μέτρα αυτά απορρέουν άμεσα από τις βασικές αρχές του ελληνικού φορολογικού συστήματος και κατά πόσον δικαιολογούνται από τη φύση και το γενικό πλαίσιο του ελληνικού φορολογικού συστήματος.
Συμπεράσματα της Επιτροπής
Η Επιτροπή, στην επιστολή της προς την ελληνική κυβέρνηση, σημειώνει ότι, όταν μια παροχή που χορηγείται από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά, τότε πρέπει να θεωρείται ότι η εσωτερική αγορά επηρεάζεται από αυτή την ενίσχυση.
«Κατά πάγια νομολογία, για να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ένα μέτρο, αρκεί ο αποδέκτης της ενίσχυσης να ανταγωνίζεται με άλλες επιχειρήσεις σε αγορές, οι οποίες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό», σημειώνει και προσθέτει: «Συνεπώς, φαίνεται ότι τα υπό εξέταση επιλεκτικά φορολογικά πλεονεκτήματα, που παρασχέθηκαν στον ΣΕΠ, θα νοθεύσουν ή υπάρχει κίνδυνος να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις μεταξύ των κρατών-μελών συναλλαγές».
Επίσης, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι από τα στοιχεία που κοινοποίησαν οι ελληνικές Αρχές, οι υποψήφιοι του διαγωνισμού για την παραχώρηση του Σ.ΕΜΠΟ. δεν είχαν λάβει υπόψη τους τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, όταν υπέβαλαν τις προσφορές τους. Κατά συνέπεια, εκτιμά ότι η φύση, η έκταση και η διάρκεια των απαλλαγών, που παρασχέθηκαν στο τέλος, ήταν το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα μετά τη διαδικασία διαγωνισμού. «Συνεπώς, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι οι συγκεκριμένες φορολογικές απαλλαγές ελήφθησαν υπόψη κατά το χρόνο υποβολής των προσφορών, διότι θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικές».