Ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου Κωστής Μουσουρούλης παρουσιάζει, την προσεχή Πέμπτη, μετά και την τελική έγκριση που πήρε από τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, το νέο πλαίσιο νηολόγησης πλοίων στην ελληνική σημαία, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει περισσότερα πλοία στην ελληνική σημαία, από Έλληνες αλλά και κοινοτικούς πλοιοκτήτες, και να διπλασιάσει έτσι την προστιθέμενη αξίας της ελληνικής ναυτιλίας.
Το νέο σχέδιο, που υπόσχεται απλοποίηση, βελτιστοποίηση και εκσυγχρονισμό των διαδικασιών νηολόγησης πλοίων στην ελληνική σημαία, εκτιμάται από το υπουργείο ότι θα συμβάλει στην προσέλκυση περισσότερων πλοίων στην ελληνική σημαία και κυρίως ότι θα καταστήσει μαζί με μία σειρά άλλων προϋποθέσεων τη χώρα «κομβικό σημείο εγκατάστασης των δραστηριοτήτων των ξένων ναυτιλιακών εταιρειών».
Όπως αναφέρει και σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Ναυτεμπορική, σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα μας περί τις 1.100 ναυτιλιακές εταιρείες που φέρνουν συνάλλαγμα 13,28 δισ. ευρώ (2012). Η συμβολή της ποντοπόρου ελληνικής ναυτιλίας στην ανάπτυξη της εγχώριας ελληνικής οικονομίας αυξάνεται περισσότερο, όταν περισσότερες ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες επιλέγουν ως τόπο εγκαταστάσεώς τους την Ελλάδα, αναφέρει σε παλαιότερη μελέτη της η Alpha Bank.
Το IOBE, από την πλευρά του, εκτιμά ότι στην υποθετική περίπτωση προσέλκυσης περισσότερων δραστηριοτήτων διαχείρισης της ποντοπόρου ναυτιλίας ακόμα και από ξένες ναυτιλιακές εταιρείες σε ελληνικό έδαφος, μπορεί δυνητικά η συνολική προστιθέμενη αξία που θα δημιουργήσει ο κλάδος να ξεπεράσει τα 25,9 δισ. ευρώ, (13 δισ. ευρώ σήμερα), ενώ η δυνητική απασχόληση τόσο στην ποντοπόρο ναυτιλία όσο και στους κλάδους που εμπλέκονται έμμεσα ξεπερνά τις 550 χιλ. θέσεις εργασίας (192.000 θέσεις εργασίας σήμερα).
Η διαδικασία
Μέχρι σήμερα, η διαδικασία νηολόγησης περνά από τέσσερα τουλάχιστον στάδια, στα οποία εμπλέκονται τρία υπουργεία και παρά πολλές υπηρεσίες, ενώ απαιτούνται και 34 υπογραφές μέχρι το πλοίο να υψώσει την ελληνική σημαία. Προκειμένου να εκσυγχρονισθεί η διαδικασία και κυρίως να γίνει δυνατή η ηλεκτρονική διεκπεραίωση όλων απαραίτητων εργασιών, θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί μία σειρά σοβαρών προβλημάτων, όπως τα πολλά σημεία επαφής του ενδιαφερόμενου με τις αρμόδιες Αρχές σε διαφορετικά στάδια της υφιστάμενης διαδικασίας.
Επίσης, έπρεπε να αντιμετωπισθούν το εξαιρετικά μεγάλο πλήθος απαιτούμενων υπογραφών για την έκδοση της εγκριτικής πράξης νηολόγησης, οι χρονοβόρες και χειρόγραφες γραφειοκρατικές διαδικασίες και το αυξημένο διοικητικό βάρος για τους ενδιαφερομένους.
Εγκριτική πράξη
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι πρόκειται για σημαντική μεν αλλαγή, η οποία όμως αφορά στη διαδικασία και όχι τη νομοθεσία και το περιεχόμενο της εγκριτικής πράξης με την οποία ένα πλοίο νηολογείται στην ελληνική σημαία. Από την αρχή της πρωτοβουλίας του ΥΝΑ, η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών ξεκαθάρισε ότι επί της ουσίας των ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στην εγκριτική πράξη δεν θα δεχθεί καμία αλλαγή, γεγονός που έγινε αποδεκτό.
Η εγκριτική πράξη που στηρίζεται στο νομοθετικό διάταγμα 2687/53 σύμφωνα με νομικούς κύκλους είναι διοικητική πράξη, με αυξημένη τυπική δύναμη, είναι πράξη ανέκκλητη, ώστε να εξυπηρετείται η ασφάλεια και η σταθερότητα στη συναλλακτική πρακτική και πράξη που δύσκολα τροποποιείται, καθώς αυτό μπορεί να γίνει μόνο έπειτα από συγκατάθεση του πλοιοκτήτη, ώστε να παρέχεται εγγύηση ότι το κράτος δεν θα χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να μεταβάλλει τους όρους της.
Δεν έχει αναδρομική ισχύ και η εγκριτική πράξη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Επίσης, να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αναγνωρίζονται ως ελληνικά τα πλοία που ανήκουν σε ποσοστό που υπερβαίνει το 50% σε Ελληνες υπηκόους ή σε ελληνικά νομικά πρόσωπα ή σε υπηκόους των λοιπών κρατών – μελών της Ε.Ε. ή σε εταιρείες των λοιπών κρατών της Ε.Ε. (άρθρο 48 της Συνθ. Ε.Κ.), ύστερα από αίτηση των πλοιοκτητών τους, που συνοδεύεται από τίτλο κτήσης κυριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.
Επίσης, κατά το άρθρο 13 του Νομοθετικού Διατάγματος 2687/53, αναγνωρίζονται επίσης ως ελληνικά τα πλοία όσα ανήκουν σε αλλοδαπές εταιρείες, έχουν ολική χωρητικότητα ανώτερη των 1.500 κόρων, κατόπιν έκδοσης εγκριτικής πράξης από τη διοίκηση.
Το συνάλλαγμα
Την ίδια στιγμή, η ελληνική πολιτεία αποδεικνύεται ανίκανη να αξιοποιήσει ένα τεράστιο θησαυρό για τα οικονομικά δεδομένα της χώρας, ο οποίος σωρευτικά, από το 2000, προσεγγίζει τα 85 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το σύνολο των πληρωμών της ελληνικής ναυτιλίας τα τελευταία 13 χρόνια. Συνολικά, το ναυτιλιακό συνάλλαγμα που εισέρρευσε στη χώρα μας ανήλθε στα 169,8 δισ. ευρώ, ενώ εξήχθησαν πάλι με τη μορφή πληρωμών 84,59 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα οι καθαρές εισπράξεις να ανέλθουν όλα αυτά τα χρόνια στα 85,24 δισ. ευρώ.
Οι πληρωμές θα μπορούσαν να ήταν λιγότερες, εάν οι Ελληνες εφοπλιστές εύρισκαν ένα σημαντικό μέρος των υπηρεσιών που χρειάζονται στη χώρα μας.
Στασιμότητα στον υπό ελληνική σημαία στόλο
Την ίδια στιγμή που ο ελληνόκτητος στόλος παρουσιάζει μία συνεχώς αυξητική πορεία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο υπό ελληνική σημαία στόλος (πλοία 100 gt και άνω) παρουσιάζει μία στασιμότητα σύμφωνα με τα στοιχεία του Ναυτικού Επιμελητηρίου και κινείται σε ένα εύρος από 1.800 μέχρι και 2.110 πλοία, με εξαίρεση τα χρόνια από το 1983 μέχρι το 1986, που τα πλοία στη σημαία ήταν περισσότερα (3.422 το 1983 και μειώθηκαν στα 2.136 το 1986).
Την ίδια περίοδο, ο ελληνόκτητος στόλος (πλοία μεγαλύτερα των 1000 gt) παρουσιάζει μία σταθερά αναπτυξιακή πορεία, με αποκορύφωνα το 2008, όταν έφθασε τα 4.173 πλοία, από 2.487 πλοία το 1988, για να μειωθεί ελαφρώς στη συνέχεια και να φθάσει τα 3.760 πλοία το 2012. Αξιοσημείωτο ωστόσο είναι το γεγονός ότι η χωρητικότητα του στόλου αυξάνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να τριπλασιασθεί στα έτη μεταξύ 1988 και 2012, ενώ σε αριθμό πλοίων αυξήθηκε μόλις κατά 51,18%.
Ο ελληνικός εφοπλισμός, όλα αυτά τα χρόνια, επένδυσε σε μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα πλοία, επιτυγχάνοντας οικονομίες κλίμακας. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Επιτροπής ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου, παρατηρείται μία μείωση των υπό ελληνική σημαία πλοίων αυτού του μεγέθους (άνω των 1.000 gt), ως ποσοστό του συνολικού αριθμού των ελληνόκτητων πλοίων.
Ετσι, ενώ το 2005 τα υπό ελληνική σημαία αποτελούσαν το 28,9% των ελληνόκτητων πλοίων, το 2012 μειώθηκαν στο 22,9%. Το 2005, το νηολόγιο αριθμούσε 965 πλοία άνω των 1.000 gt, το 2006 ήταν 910 πλοία, το 2007 ήταν 969, ενώ το 2008 αυξήθηκαν στα 1.197, για να μειωθούν πάλι στα 1.121 το 2009, στα 969 πλοία το 2010, στα 917 πλοία το 2011 και στα 862 το 2012.