Συριακό και Αίγυπτος σβήνουν το όνειρο ανάπτυξης της κρουαζιέρας στα ελληνικά νησιά
Δεν θα πρέπει να αισθάνθηκε ιδιαίτερα άνετα ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, όταν, κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνάντησής του με τη διοίκηση της Ένωσης Εφοπλιστών Κρουαζιερόπλοιων και Φορέων Ναυτιλίας, άκουσε πως οι ξένοι traders αποφεύγουν την προσέγγιση ελληνικών νησιών -ή τουλάχιστον αυτό σχεδιάζουν για την επόμενη θερινή σεζόν.
Σύμφωνα με πληροφορίες, εκπρόσωπος μεγάλων εταιρειών κρουαζιέρας ανακοίνωσε στον κ. Βαρβιτσιώτη ότι, από τα στοιχεία που έχει ο ίδιος αλλά και άλλοι συνάδελφοί του, οι περισσότερες εταιρείες έχουν ανακοινώσει μειώσεις στις προσεγγίσεις σε ελληνικά λιμάνια που κυμαίνονται από 25% έως 30% για το 2014, ενώ παράλληλα σε ό,τι αφορά το home port δεν υπάρχει καμία πρόοδος για την επόμενη χρονιά.
Οι μειώσεις αυτές προγραμματίστηκαν λόγω της συνεχιζόμενης έκρυθμης κατάστασης στις χώρες της Β. Αφρικής και της Συρίας.
Ως απάντηση οι εταιρείες επέλεξαν να αλλάξουν σε ένα ποσοστό του στόλου τους προορισμούς και να κατευθυνθούν στην Απω Ανατολή, που είναι ο νέος μεγάλος στόχος της κρουαζιέρας στη Δυτική Μεσόγειο και στη Βόρεια Ευρώπη.
Σημειώνεται ότι στο λιμάνι του Πειραιά η αύξηση της κίνησης της κρουαζιέρας έχει φτάσει 151% την τελευταία δεκαετία 2002 – 2012.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση του προβλήματος, ο υπουργός ζήτησε τη συνεργασία όλων των φορέων προκειμένου να επιτευχθεί η προσέλκυση κρουαζιερόπλοιων τόσο σε ό,τι αφορά τα διερχόμενα, όσο και για το home port.
«Να προλάβουμε έστω το 2015»
Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι του κλάδου σημείωσαν ότι πρέπει να γίνουν άμεσα κινήσεις σε όλα μέτωπα ώστε να προλάβει η χώρα τις χρονιές από το 2015 και μετά.
Σε ό,τι αφορά την προσέλκυση των εταιρειών, αυτό που ειπώθηκε είναι ότι δεν γίνεται από «τα γραφεία». Χρειάζεται έντονη ελληνική παρουσία στο Μαϊάμι, στο κέντρο δηλαδή της παγκόσμιας κρουαζιέρας. Να προγραμματιστούν συναντήσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αξιωματούχων της ελληνικής κυβέρνησης με στελέχη των εταιρειών, αφού πρώτα έχουν επιλυθεί όλα τα προβλήματα που έχουν καταθέσει προς την ελληνική πλευρά.
Όπως έχουν τονίσει κατ’ επανάληψη οι εκπρόσωποι των μεγάλων εταιρειών, προκειμένου η Ελλάδα να μεγιστοποιήσει τα οφέλη από την κρουαζιέρα πρέπει να προσπαθήσει να προχωρήσει σε βελτιώσεις των υποδομών.
Επίσης έχουν σημειώσει ότι αν και η Ελλάδα είναι ένας εξαιρετικά δημοφιλής προορισμός για τις εταιρείες τους θα πρέπει να προβούμε σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αποκομίσουμε τα μέγιστα δυνατά οφέλη από τη διεθνή κρουαζιέρα.
Το κυκλοφοριακό πρόβλημα στον Πειραιά
Όσον αφορά το μεγάλο λιμάνι της χώρας, που προωθεί τα νέα έργα κρουαζιέρας για δύο με τρεις νέες θέσεις πρόσδεσης ώστε μέχρι το 2017 να έχει 18 θέσεις κρουαζιέρας, θα πρέπει να λυθούν μια σειρά μεγάλων προβλημάτων, που αφορούν κυρίως το κυκλοφοριακό.
Όπως σημειώνει η Ένωση, είναι αναγκαία η επίλυση του κυκλοφοριακού προβλήματος της εξόδου και εισόδου στο κεντρικό λιμάνι των εκατοντάδων πούλμαν που κυκλοφορούν τις μέρες αιχμής.
Το ίδιο ισχύει και για το θέμα προτεραιότητας της εισόδου στο λιμάνι τις πρωινές ώρες που λόγω της υπάρχουσας οδηγίας πλεύρισης των ακτοπλοϊκών πλοίων κατά προτεραιότητα, καθυστερούν τα κρουαζιερόπλοια πολλές φορές για αρκετές ώρες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αρκετός χρόνος για την πραγματοποίηση των εκδρομών των επιβατών στους αρχαιολογικούς χώρους, ενώ πολύ συχνά επιβάτες που ταξιδεύουν αεροπορικώς χάνουν λόγω των καθυστερήσεων τις πτήσεις.
Χρειάζεται επίσης σωστή ρύθμιση της κυκλοφορίας και της πλεύρισης των κρουαζιερόπλοιων στον Πειραιά, όπως γίνεται στα άλλα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου και της Βορείου Ευρώπης (berthing plan).
Αποφάσεις
Χθες, το διοικητικό συμβούλιο του ΟΛΠ ενέκρινε τις πρώτες απαραίτητες κινήσεις προκειμένου να υλοποιηθεί το έργο της νέας (επέκτασης) βάσης κρουαζιέρας. Το έργο συνολικού προϋπολογισμού 120 εκατ. ευρώ χρηματοδοτείται κατά 95% από ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία (113,9 εκατ. ευρώ), θα έχει εσωτερικούς κρηπιδότοιχους 1.000 μ., ωφέλιμο βάθος 18 μ. εξωτερικά λιμενικά έργα (κυματοθραύστες) 1.100 μ. και χερσαίους χώρους 140.000 τ.μ.