Μεγάλη πτώση της καταναλωτικής δαπάνης παρατηρείται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Βαρομέτρου Καταναλωτικής Δαπάνης της Visa Europe.
Γενικότερα στην ΕΕ σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 0,8% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2010, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009. Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε συγκρινόμενος με το 1,2% του τρίτου τριμήνου, αντικατοπτρίζοντας την περιορισμένη οικονομική ανάκαμψη στην ΕΕ.
Πρόκειται για το πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο ανάπτυξης στην ΕΕ, αν και το Βαρόμετρο καταγράφει επιβράδυνση του σχετικού ρυθμού, καθώς η υψηλότερη επίδοση καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2010, φτάνοντας το 2,5%.
Το Ευρωπαϊκό Βαρόμετρο Καταναλωτικής Δαπάνης βασίζεται στην πραγματική δαπάνη και όχι σε εκτιμήσεις, ενώ τα δεδομένα προσαρμόζονται, ώστε να αντανακλούν τα στοιχεία καρτών Visa, τον πληθωρισμό και τις προτιμήσεις των καταναλωτών όσον αφορά στις πληρωμές.
Το επίπεδο των δαπανών στην ΕΕ διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, σύμφωνα με το Βαρόμετρο. Συγκεκριμένα, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας, της Λετονίας και της Εσθονίας, σημείωσαν μεγάλη αύξηση των καταναλωτικών δαπανών, ενώ αντίθετα, στην Ιρλανδία και την Ελλάδα καταγράφηκε μεγάλη πτώση.
Μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ, η δαπάνη στη Γερμανία και την Ιταλία μειώθηκε ελαφρά, αλλά η μείωση περιορίστηκε κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία οι καταναλωτικές δαπάνες συνέχισαν να αυξάνονται, αν και ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο. Η μείωση του ποσοστού αύξησης ήταν εν μέρει αποτέλεσμα των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επηρέασαν πολλές χώρες της Βόρειας Ευρώπης κατά το τέταρτο τρίμηνο. Το Βαρόμετρο δείχνει ανάλογο κλίμα και στην Ισπανία, η οποία παρουσιάζει αύξηση των δαπανών, αλλά με βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης από το τρίτο τρίμηνο.
Στο τέταρτο τρίμηνο, οι δαπάνες με κάρτες Visa ανήλθαν σε 253 δισ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση 17,2% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2009. Ο μέσος όγκος συναλλαγών μειώθηκε, για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, στα 50,1 από 50,8 ευρώ στο τρίτο τρίμηνο.