Υποχώρηση του ποσοστού της ανεργίας εντός του 2014 αναμένει η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την ετήσια έκθεσή της που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Συγκεκριμένα, μέσα στο 2014 αναμένεται ελαφρά άνοδος τόσο του αριθμού των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα όσο και του αριθμού των αυτοαπασχολουμένων, σύμφωνα με εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
Στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλουν και τα προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης του ΟΑΕ∆ (πρόσφατα ανακοινώθηκε η εντατικοποίησή τους), τα οποία στην τρέχουσα συγκυρία είναι απαραίτητα, καθώς έχουν στόχο να μην απαξιωθούν οι δεξιότητες όσων δεν εργάζονται.
Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος της ύφεσης σε όρους θέσεων απασχόλησης είναι τεράστιο. Μεταξύ του γ’ τριμήνου του 2009 και του γ’ τριμήνου του 2013 χάθηκαν 904,2 χιλιάδες θέσεις εργασίας (-19,9%). Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών μειώθηκε στο 53,3% το εννεάμηνο του 2013, από 64,4% το εννεάμηνο του 2010 και έναντι 70% που αποτελεί τον ελληνικό στόχο για το 2020 (ο στόχος είναι 75% για την ΕΕ-28 ως σύνολο).
Η έκταση της υποχώρησης της απασχόλησης δεν ήταν ίδια καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η απασχόληση μειωνόταν με διαρκώς εντεινόμενο ρυθμό από το 2010 μέχρι το γ’ τρίμηνο του 2012, ενώ έκτοτε η απασχόληση, τόσο των μισθωτών όσο και των αυτοαπασχολουμένων, υποχωρεί με φθίνοντα ρυθμό.
Η εξασθένηση του ρυθμού μείωσης της απασχόλησης προήλθε, όπως φαίνεται από τα στοιχεία των ροών μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, από άνοδο των προσλήψεων και όχι τόσο από μείωση των καταγγελιών συμβάσεων εργασίας. Αν και από τον Σεπτέμβριο του 2013 είναι πιθανόν τα μεγέθη αυτά να επηρεάστηκαν εν μέρει και από την αυστηροποίηση των προστίμων για την αδήλωτη εργασία, εντούτοις η τάση αυτή είχε αρχίσει να καταγράφεται αρκετά νωρίτερα και μπορεί να αποδοθεί και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
Η μείωση του αριθμού των απασχολουμένων προέκυψε τόσο από την οριστική παύση της λειτουργίας μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων (σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ, περίπου 75,6 χιλιάδες επιχειρήσεις -δηλ. 30% των επιχειρήσεων- διέκοψαν τη δραστηριότητά τους) όσο και από τη μείωση του προσωπικού των επιχειρήσεων που συνέχισαν να λειτουργούν.
Ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώθηκε περισσότερο στο εμπόριο, τη μεταποίηση, τις κατασκευές, τα ξενοδοχεία και εστιατόρια και την εκπαίδευση.
Ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων μειώθηκε, σε όλους τους κλάδους, με εξαίρεση τη μεταποίηση, περισσότερο από ό,τι ο αριθμός των μεγάλων και έτσι ο μέσος αριθμός απασχολουμένων ανά επιχείρηση αυξήθηκε.
Τα επαγγέλματα τα οποία επλήγησαν περισσότερο είναι οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι πωλητές, οι χειριστές μηχανημάτων, αλλά και οι υπάλληλοι γραφείου.
Η χρήση του θεσμού της μερικής απασχόλησης επεκτάθηκε σημαντικά, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα. Το ποσοστό των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα που είναι μερικώς απασχολούμενοι αυξήθηκε κατά 5,2 εκατοστιαίες μονάδες, από 7,7% το εννεάμηνο του 2010 σε 12,9% το αντίστοιχο διάστημα του 2013, αντανακλώντας την αυξημένη προσφυγή σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης σε πολλούς κλάδους, αλλά και την αναδιάρθρωση της απασχόλησης προς κλάδους στους οποίους η μερική απασχόληση είναι συνήθως πιο διαδεδομένη (λιανικό εμπόριο).
Το ποσοστό των απασχολουμένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου μειώθηκε, εξέλιξη στην οποία πιθανώς συνέβαλαν και οι αλλαγές στις προϋποθέσεις για αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεων, καθώς σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ορισμένου χρόνου πριν από την παρέλευση έτους η αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο εργοδότης είναι υψηλότερη από ό,τι αν η σύμβαση ήταν αορίστου χρόνου. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω μεταβολών, ορισμένα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας έχουν τώρα διαφοροποιηθεί. Η διάρθρωση ανά επάγγελμα έχει μεταβληθεί υπέρ των πιο ειδικευμένων, ενώ το ποσοστό απασχόλησης στο δευτερογενή τομέα έχει υποχωρήσει -κυρίως λόγω της σημαντικής υποχώρησης της απασχόλησης στις κατασκευές, αλλά και λόγω της μείωσης της απασχόλησης στη μεταποίηση- σε αντίθεση με το ποσοστό απασχόλησης στον τριτογενή και στον πρωτογενή τομέα. Παρότι η απασχόληση υποχώρησε τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, το εννεάμηνο του 2013 το ποσοστό των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα είναι ελαφρά υψηλότερο από ό,τι το εννεάμηνο του 2009 (23,1% το 2013 από 22,1%). Μεταξύ 2010 και 2013 το ποσοστό των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα έχει μειωθεί, ενώ αντίθετα έχει αυξηθεί το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό.
Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 880,3 χιλ. άτομα μεταξύ του γ’ τριμήνου του 2009 και του αντίστοιχου τριμήνου του 2013 και το ποσοστό ανεργίας μεταβλήθηκε από 9,3% το γ’ τρίμηνο του 2009 και 12,4% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010 σε 27,0% το γ’ τρίμηνο του 2013. Το ποσοστό ανεργίας το γ’ τρίμηνο του 2013 είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28. Έπεται εκείνο της Ισπανίας, κατά περίπου μια εκατοστιαία μονάδα χαμηλότερο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Έρευνα Εργατικού ∆υναμικού (ΕΕΕ∆).
Από τα άτομα τα οποία είναι άνεργα το 2013, περίπου το 1/5 είναι άνεργα από το 2009. Η πολύ μεγάλη αυτή διάρκεια της ανεργίας απαντάται συχνότερα ανάμεσα σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και ανάμεσα σε άτομα χωρίς εργασιακή εμπειρία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι από εκείνους που δηλώνουν άνεργοι τα τελευταία τέσσερα χρόνια, περίπου το 30% δεν έχει εργαστεί στο παρελθόν.
Το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων γεννά ανησυχίες ότι, όταν θα ξεκινήσει η ανάπτυξη, θα υπάρχει έλλειψη ατόμων με τις ειδικότητες που απαιτούνται και θα προκληθούν ανοδικές πιέσεις στους μισθούς. Ωστόσο, η ανησυχία αυτή είναι υπερβολική, καθώς η προσφορά εργασίας είναι μεγάλη, όπως φαίνεται τόσο από τον αριθμό των ανέργων όσο και από τον υψηλό αριθμό των μερικώς απασχολουμένων, ακόμη και ειδικευμένων, που θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερες ώρες, επισημαίνεται στην έκθεση.