Οι επιδόσεις της Ελληνικής οικονομίας το 2013 αποδεικνύονται πολύ ευνοϊκότερες ακόμη και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις (δηλαδή του Δελτίου αυτού!), αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελιξεων.
Οι επιδόσεις αυτές περιλαμβάνουν το εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα στη γενική κυβέρνηση άνω του 1,1% του ΑΕΠ που επιτεύχθηκε από το 2013, και το εξίσου εντυπωσιακό πλεόνασμα στο Ισοζύγιο τρεχουσών Συναλλαγών ύψους 1,25% του ΑΕΠ, επίσης 1-2 έτη νωρίτερα από τις προβλέψεις της Τρόικα, την ουσιαστική ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας κατά 22% σε σχέση με το 2009, την επιβράδυνση της πτωτικής πορείας του ΑΕΠ στο -2,6% στο 4ο 3μηνο.2013 και δημιουργία των προοπτικών για θετική αύξηση του ΑΕΠ από το 1ο 3μηνο 2014, την σημαντική καθαρή εισροή επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα ύψους άνω των € 4,5 δισ. ήδη από το 2013, την μεγάλη αύξηση της καθαρής μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 133 χιλ. άτομα το 2013, με μεγάλη αύξηση των προσλήψεων, κ.ά.
Οι ανωτέρω εξαιρετικά ευνοϊκές εξελίξεις επιβεβαιώνονται τώρα και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) στις Χειμερινές Προβλέψεις που δημοσιεύτηκαν την 25η Φεβρουαρίου 2014. Σύμφωνα με τα νέα αυτά στοιχεία:
α) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβεβαιώνει τελικά το σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα στη γενική κυβέρνηση της τάξης του 1,1% του ΑΕΠ που πέτυχε η Ελλάδα το 2013, έναντι πρωτογενούς ελλείμματος -0,3% του ΑΕΠ που εκτιμούσε τον Νοέμ. 2013.
β) Η πτώση του ΑΕΠ της Ελλάδος περιορίστηκε σημαντικά στο -3,7% το 2013 και αναμένεται ανάκαμψη με αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6% το 2014 και κατά 2,9% το 2015.
γ) Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC) για την οικονομία ως σύνολο σημείωσε νέα μείωση κατά -7,8% to 2013,
Στα ανωτέρω θα πρέπει να προστεθεί και η πολύ καλύτερη του αναμενομένου υλοποίηση του προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης (ΚΚ) τον Ιαν. 2014, όπου καταγράφηκε ήδη πρωτογενές πλεόνασμα στην ΚΚ ύψους € 835 εκατ, αναφέρει η Alpha.
Οι τράπεζες
Οι αγορές φαίνεται να έχουν ήδη προεξοφλήσει την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας και δεν επηρεάζονται από δημοσιεύματα ότι οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών μετά την διαγνωστική μελέτη της Blackrock ανέρχονται σε € 20 δισ. και όχι σε € 5 δισ., όπως ανακοινώθηκε κατ΄ ιδίαν στις ελληνικές συστημικές τράπεζες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά τις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών έχει ήδη δημοσιευτεί ότι μετά την πρόσφατη ανα-κεφαλαιοποίησή τους με τη συμβολή και του ιδιωτικού τομέα, τα πρόσθετα κεφάλαια που απαιτούνταν με βάση τη μελέτη της Black Rock δεν υπερέβαιναν τα € 5,0 δισ., εκ των οποίων τα € 2,5 δισ. για την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών της Eurobank.
Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις της αγοράς, η τελευταία τράπεζα θα μπορούσε να είχε ήδη αντλήσει το σύνολο αυτού του ποσού από την αγορά αν η όλη διαδικασία δεν είχε μπλοκαριστεί από διάφορες αλλοπρόσαλλες παρεμβάσεις και καθυστερήσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών δεν θα έφταναν τα € 20 δις, ακόμη και κάτω από τα πιο δραματικά σενάρια καταποντισμού της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Σενάρια, που διακινούνταν συνήθως από τους ίδιους παράγοντες που σήμερα διατείνονται ότι υπάρχουν οι πρόσθετες ανάγκες γι’ αυτά τα € 20 δισ. Σενάρια, που έχουν ήδη καταρριφθεί παταγωδώς, όπως προαναφέρθηκε.
Όχι μόνο όσον αφορά την ανάκαμψη και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2013 και στα επόμενα χρόνια, αλλά και σε σχέση με την ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της προσέλκυσης επιχειρηματικών κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία.
Δυο κρίσιμες αποφάσεις
Η ανάκαμψη και επάνοδος της οικονομίας σε πορεία υγιούς ανάπτυξης και η αύξηση της απασχόλησης αποτελούν τους κύριους μηχανισμούς εξόδου της χώρας από την κρίση και, ακόμη και της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων που έφερε η κρίση.
Στα πλαίσια αυτά πολύ μεγάλης σημασίας για τη χώρα αποτελούν οι δύο σημαντικές αποφάσεις – συμφωνίες που ολοκληρώθηκαν και ανακοινώθηκαν την 25η Φεβρουαρίου 2014 που αφορούν αφενός τη μείωση του κόστους της ενέργειας και αφετέρου τη μείωση του μη-μισθολογικού κόστους εργασίας για τις εγχώριες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν κατ’ εξοχήν αναπτυξιακά μέτρα μεγάλης εμβέλειας και αναμένεται να συμβάλουν αφενός στον περιορισμό του κόστους της ύφεσης και αφετέρου στην ενίσχυση των κινήτρων για αύξηση της απασχόλησης και των επενδύσεων στην εγχώρια οικονομία.
Τα μέτρα αυτά ακολουθούν (αλλά είναι πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας) την μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ στην εστίαση και, επίσης, τη μείωση του φόρου επί των συναλλαγών ακινήτων, καθώς και την αναζωπύρωση των επενδύσεων που εξαρτώνται από το κράτος από το 2014.
Συνολικά, αναμένεται να συμβάλλουν στην αναζωπύρωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην επίτευξη θετικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και σημαντικής αύξησης της απασχόλησης ήδη από το 2014. Ειδικότερα:
Η Κυβέρνηση έχει υποβάλει σχετικό σχέδιο μείωσης του κόστους της ενέργειας στην βιομηχανία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Τρόικα για έγκριση, υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα που λαμβάνονται είναι συμβατά με το δίκαιο του ανταγωνισμού που ισχύει και εφαρμόζεται στις χώρες της ΕΕ-28 και ότι δεν συνεπάγονται καμιά επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό.
Πέραν, όμως, των διαρθρωτικών αυτών παρεμβάσεων το πρόβλημα είναι βαθύτερο και σχετίζεται με το αυξημένο κόστος παραγωγής Η/Ε λόγω των επιλογών για την στήριξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Το πρόβλημα με τις ΑΠΕ είναι ότι απαιτούν τεράστιες επιδοτήσεις στους παραγωγούς Η/Ε και παράλληλη χρήση μονάδων παραγωγής Η/Ε με ακριβό φυσικό αέριο, καθότι η παραγωγή Η/Ε από ΑΠΕ υπόκειται σε σημαντικές διακυμάνσεις.
Δυστυχώς στη χώρα μας, λόγω επενδυτικής αβελτηρίας στο παρελθόν σε πιο καθαρές μονάδες παραγωγής Η/Ε (πχ με εισαγόμενο αλλά φθηνό λιθάνθρακα), η Η/Ε παράγεται κυρίως από εγχωρίως παραγόμενο λιγνίτη (48%), από εισαγόμενο πετρέλαιο (8%) και φυσικό αέριο (24%), από ΑΠΕ (14%) και από υδροηλεκτρικούς σταθμούς (6%), με το όφελος από τον φθηνό λιγνίτη να αντισταθμίζεται από τις επιδοτήσεις στις ΑΠΕ και το κόστος λόγω εκπομπής αέριων ρύπων, δεδομένης της Ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής.
Βεβαίως, τα θεμέλια της πολιτικής αυτής έχουν αρχίσει να τρίζουν μετά την απόφαση της Γερμανίας να αντικαταστήσει την ατομική ενέργεια με άλλες πηγές ενέργειας (βασικά μέσω εισαγωγών λιθάνθρακα). Το μείγμα καυσίμου με το οποίο η χώρα μας παράγει Η/Ε, δεν είναι βιώσιμο καθώς οι τιμές Η/Ε που ισορροπεί το σύστημα είναι υπερβολικές για τους καταναλωτές και δημιουργούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την βιομηχανία. Συνεπώς, η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από νέες επενδύσεις που παράγουν Η/Ε με μικρότερο κόστος, τονίζει η Alpha.