Οι Κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης πρέπει να είναι φειδωλές όσον αφορά στις μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο τομέα, λαμβάνοντας υπόψη το στόχο για μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό λίγο κάτω από το 2%, είπε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν Κλοντ Τρισέ, σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg.
“Οι αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο τομέα είναι πολύ πιο σημαντικές από ότι θεωρείται γενικά”, είπε ο κ. Τρισέ σε ομιλία που έκανε χθες βράδυ στη Λιέγη για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρωζώνη, προσθέτοντας ότι “ο δημόσιος τομέας πρέπει να καθορίζει τα επίπεδα των αμοιβών του, έχοντας κατά νου τις συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας – πρέπει να έχει συνείδηση του ρόλου του ως υπόδειγμα”.
Αναφερόμενος στο ύψος των μισθολογικών αυξήσεων για το σύνολο της οικονομίας, ο κ. Τρισέ είπε ότι “το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος – αφού, δηλαδή, υπολογισθούν οι αυξήσεις της παραγωγικότητας – πρέπει να είναι συνεπές με το στόχο για τον πληθωρισμό”, προσθέτοντας ότι “προσωρινές αποκλίσεις του πληθωρισμού δεν πρέπει να οδηγήσουν σε ένα σπιράλ αυξήσεων τιμών και μισθών”. Το κόστος μισθοδοσίας στην Ευρωζώνη αντιστοιχεί, είπε, κατά μέσο όρο στο 10% του εγχώριου ΑΕΠ και πάνω από 20% των αμοιβών όλων των εργαζομένων.
Ο κ. Τρισέ τόνισε ότι σε μία νομισματική ένωση είναι ουσιαστικό να αποφευχθούν μεγάλες οικονομικές αποκλίσεις με την άσκηση υγιών οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Στο σημείο αυτό, ο κ. Τρισέ αναφέρθηκε στις μεγάλες αποκλίσεις που σημειώθηκαν στη δεκαετία από το 1999 έως το 2009 όσον αφορά τις αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο τομέα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
Οι αυξήσεις κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη ήταν 40%, είπε ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι στη Γερμανία ήταν 19%, ενώ στην Ιρλανδία και την Ελλάδα μεγαλύτερες από 100% και σχεδόν κατά 50 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερες από τις αυξήσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Την ίδια περίοδο, το ονομαστικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε 24% σωρευτικά στο σύνολο της Ευρωζώνης. Στην Αυστρία και τη Γερμανία, το κόστος αυτός αυξήθηκε κατά 13% και 8%, αντίστοιχα, ενώ στην Ελλάδα και την Ιρλανδία αυξήθηκε κατά 34% και 38%, αντίστοιχα.