Επανεξετάζονται οι συνδικαλιστικές άδειες
Οι κανόνες ενός ιδιότυπου συνωμοτισμού, που επικράτησαν επί χρόνια γύρω από τα κακώς κείμενα (ίσως και για την πλειοψηφία) των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κυρίως, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά, δεν βασίζονταν πάντα σ’ ένα απτό οικονομικό ή μισθολογικό αντάλλαγμα.
Αξιοποιώντας τα περιθώρια που έδιδε η νομοθεσία των αρχών της δεκαετίας του ’80, και τις γκρίζες συνδιαλλαγές επιχειρήσεων-σωματείων και αρμόδιων υπουργών, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες μπορούσαν να κατανέμουν, κατά το δοκούν, χιλιάδες εργατοώρες και ημέρες αδειών σε επιλεγμένους εργαζόμενους με το πρόσχημα των συνδικαλιστικών αδειών. Με αυτό τον τρόπο μόνο στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ το διοικητικό συμβούλιο μπορούσε να «δωρίσει» εκατοντάδες χιλιάδες ώρες εργασίας. Το πλεονέκτημα αυτό αποτελούσε πάγια τακτική και σε πολλές επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα. Κατά αυτόν τον τρόπο δημόσιοι υπάλληλοι έχοντας την πλήρη συναίνεση των εκπροσώπων τους μπορούσαν να απασχολούνται σε δεύτερη εργασία έχοντας έως 20 ημέρες το μήνα άδεια. Μια άδεια την οποία ουδέποτε αξιοποιούσαν για πραγματικές συνδικαλιστικές δραστηριότητες σύμφωνα με την «Καθημερινή».
Αυτό το φαύλο καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών φαίνεται να παίρνει ένα τέλος με τη δρομολόγηση σύστασης επιτροπής η οποία θα εξετάσει τα πεδία των αλλαγών στις συνδικαλιστικές διατάξεις του νόμου 1264 / 1982 . Ένας νόμος στον οποίο είχε αποτυπωθεί η ιταλική νομοθετική εμπειρία της εποχής. Η τρόικα το έθεσε και το υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας συμφώνησε να ανοίξει το θέμα με τρόπο που θα εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση με τη ΓΣΕΕ. Εκτός από την κατάργηση των συνδικαλιστικών αδειών που κατανέμονταν επί χρόνια από τα μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία ως μηχανισμοί της υπηρεσιακής εξουσίας προσώπων και παρατάξεων, υπό επανεξέταση τίθενται σχεδόν το σύνολο της συνδικαλιστικής νομοθεσίας με αιχμή, κυρίως, τα εξής πεδία:
α. Αλλαγή των διατάξεων για τη νομιμοποίηση των απεργιακών αποφάσεων. Σήμερα οι απεργίες μπορούν να προκηρυχθούν στις περισσότερες περιπτώσεις με αποφάσεις μόνο των διοικητικών ή των Γενικών Συμβουλίων των οργανώσεων. Με την προωθούμενη νέα διάταξη η προκήρυξη απεργίας για να είναι νόμιμη πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από το 50%+1 των μελών του συνδικάτου. Δηλαδή θα προϋποθέτει τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης και τη συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη της απόφασης καθώς, επίσης, μεγαλύτερο χρόνο προειδοποίησης και υποχρεωτικά στάδια διαβουλεύσεων ανάμεσα στα σωματεία και την εργοδοτική πλευρά. Πάντως η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό όχι μόνο απεργιακών και μάλιστα 24ωρων κινητοποιήσεων στην Ευρώπη αλλά ταυτοχρόνως και των πλέον αναποτελεσματικών και λιγότερο μαζικών.
β. Επαναφορά της δυνατότητας να μπορεί και η εργοδοτική πλευρά να κηρύσσει ανταπεργία -το περίφημο lock out- η οποία καταργήθηκε με τη νομοθεσία του 1982 παρόλο που ισχύει ακόμη σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
γ. Επανεξέταση του τρόπου και των πηγών χρηματοδότησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην Ελλάδα, για τις τριτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες οργανώσεις – με εξαίρεση την ΟΤΟΕ (τράπεζες),υπερισχύει η κρατική χρηματοδότηση κι όχι η σωματειακή. Χρηματοδοτούνται ετησίως από το κράτος με ένα κονδύλι το οποίο παρακρατεί ο εργοδότης στον ιδιωτικό τομέα ως ποσοστό εισφοράς από τον μισθό των εργαζομένων. Υπό αυτήν την έννοια, η συνδικαλιστική συνδρομή είναι μια υποχρεωτική παρακράτηση για όλους τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα κι όχι εθελοντική προσφορά αλληλεγγύης. Το διαχρονικό αποτέλεσμα αυτής της στρέβλωσης είναι μια ιδιότυπη εξάρτηση των ίδιων των συνδικάτων από το κράτος και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Οι υποστηρικτές αυτής της αλλαγής στον τρόπο χρηματοδότησης υπενθυμίζουν ότι σε άλλες χώρες και ειδικότερα στη Γερμανία όλα τα έξοδα των συνδικάτων συμπεριλαμβανομένων και των μισθών που καταβάλλονται στο προσωπικό και στη συνδικαλιστική ηγεσία καλύπτονται από συνδρομές μελών απευθείας.
Οι τριετίες
Mε ειδικό μισθολόγιο για την πρόσληψη μακροχρονίως ανέργων επιχείρησε το υπουργείο Εργασίας να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πίεση που άσκησε η τρόικα για την κατάργηση των προσαυξήσεων που λαμβάνουν, μετά την πρώτη τριετία προϋπηρεσίας και έως τρεις τριετίες, οι αμειβόμενοι με τα κατώτατα όρια στον ιδιωτικό τομέα. «Η μόνη υποχώρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι να υπάρξει ένα μικρό discount στην περίπτωση πρόσληψης μακροχρονίως ανέργων» δήλωσε στέλεχος του υπουργείου που μετέχει στις διαπραγματεύσεις. Πάντως, έως αργά το βράδυ της Παρασκευής, δεν είχε γίνει σαφές εάν η τρόικα αποδεχόταν, ως αντίβαρο, τη μείωση των τριετιών μόνο για τους μακροχρόνια ανέργους. Οι συζητήσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη και αναμένονταν ότι θα ήταν ένα από τα θέματα που θα απασχολούσαν τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα έως και το παρά πέντε της επίτευξης μιας συμφωνίας με την τρόικα.