Ανεπαρκείς οι υφιστάμενες πρακτικές
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων παγκοσμίως δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που επηρεάζουν το ανθρώπινο δυναμικό στην αγορά.
Αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα έρευνας της Deloitte, με τίτλο «Οι παγκόσμιες τάσεις στον χώρο του ανθρώπινου δυναμικού για το 2014» (Global Human Capital Trends 2014).
Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερα από 2.500 ανώτερα στελέχη και διευθυντές ανθρώπινου δυναμικού σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων αναγνώρισε την ανάγκη να λάβουν δράση σε κρίσιμα ζητήματα συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν στην ηγεσία (86%), στη διατήρηση και δέσμευση των εργαζομένων (79%) καθώς και στον επανακαθορισμό της λειτουργίας της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού (77%). Ωστόσο, εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους σχετικά με τη δυνατότητα της ομάδας τους να ανταποκριθεί στα ζητήματα αυτά.
«Οι ριζικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στα δημογραφικά δεδομένα όπως επίσης και στην τεχνολογία καθιστούν τις υφιστάμενες πρακτικές στον χώρο του ανθρώπινου δυναμικού ανεπαρκείς. Η επιχείρηση του 21ου αιώνα είναι παγκόσμια, τεχνολογικά προηγμένη και απαιτητική. Οι διοικήσεις και ειδικά οι επικεφαλής τμημάτων ανθρώπινου δυναμικού, χρειάζεται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα αν θέλουν να προσελκύσουν και να αναπτύξουν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό στη σημερινή ανταγωνιστική αγορά» δήλωσε σχετικά η Ελεάνα Γιαμπανά, Human Capital Consulting Partner της Deloitte.
Σύμφωνα με την έρευνα, η ανάπτυξη ηγετών σε όλα τα επίπεδα είναι το πιο σημαντικό ζήτημα με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες οι επιχειρήσεις: μόλις το 13% πιστεύει ότι γίνεται εξαιρετική δουλειά στην ανάπτυξη δεξιοτήτων ηγεσίας και διοίκησης, το 66% θεωρεί ότι παρουσιάζει αδυναμία στην ικανότητά του να παρέχει στοχευμένα προγράμματα δεξιοτήτων ηγεσίας και διοίκησης για τους σημερινούς 30άρηδες και 35άρηδες της γενιάς «Υ» και άνω του 51% έχει περιορισμένη εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να διατηρήσει συνεπή προγράμματα διαδοχής.
Η διατήρηση των εργαζομένων και το αίσθημα της δέσμευσης που αυτοί αισθάνονται απέναντι στην εταιρεία αποτελεί, σύμφωνα με την έρευνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη πρόκληση για τις επιχειρήσεις διεθνώς. Περισσότερο από το ένα τρίτο (38%) των ερωτηθέντων αναφέρει «αδυναμία» της επιχείρησης στο να ενσωματώσει σχετικά εταιρικά προγράμματα που να ενισχύουν την ευθυγράμμιση των εργαζομένων με τους εταιρικούς στόχους. Επιπλέον, τέσσερις στους δέκα δηλώνουν ότι ο οργανισμός τους αδυνατεί να βοηθήσει τους εργαζομένους του να βρουν την ισορροπία μεταξύ προσωπικής και εργασιακής ζωής.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι πολλές ομάδες ανθρώπινου δυναμικού (HR) παρουσιάζουν ελλείψεις στις δεξιότητες που απαιτούνται για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του σημερινού παγκόσμιου επιχειρησιακού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από αλλαγές στα δημογραφικά δεδομένα, την τεχνολογία και τη διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση της εργασίας καθεαυτής. Στην πραγματικότητα, ποσοστό μεγαλύτερο του ενός τρίτου των ερωτηθέντων (34%) πιστεύει ότι τα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού και τα προγράμματα ανάπτυξης ταλέντων που εφαρμόζουν απλώς «τα βγάζουν πέρα» ή ακόμη και ότι «υπολειτουργούν».
Τέλος, λιγότερο από το 10% των επικεφαλής των τμημάτων ανθρώπινου δυναμικού πιστεύει ότι οι άνθρωποί του διαθέτουν τις ικανότητες που απαιτούνται για να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις του σημερινού παγκόσμιου περιβάλλοντος και μπορούν να δημιουργήσουν και να εφαρμόσουν καινοτόμα προγράμματα που να κάνουν τις επιχειρήσεις τους περισσότερο ανταγωνιστικές.