«Γίναμε το πειραματόζωο μιας συνταγής σωτηρίας από τις Βρυξέλλες», υπογράμμισε ο Πρόεδρος του ΣΕΒ και Αντιπρόεδρος της BUSINESSEUROPE, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στην τοποθέτησή του κατά την Τριμερή Κοινωνική Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας.
Ο κ. Δασκαλόπουλος τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα είναι ένα ακραίο σύμπτωμα της ευρωπαϊκής κρίσης και ότι ο τόπος μας χρειάζεται πραγματική, ριζική αλλαγή. Μια αλλαγή που η κοινωνία πρέπει συνειδητά να διεκδικήσει, μια αλλαγή που μόνο η κοινωνία μπορεί να εγγυηθεί.
Αναλυτικά, στο πλαίσιο της τοποθέτησής του ο κ. Δασκαλόπουλος τόνισε τα εξής:
«H συνάντηση αυτή γίνεται υπό το φάσμα της κάλπης της 25ης Μαΐου και με το βλέμμα στραμμένο σε αυτήν. Το μήνυμα που θα στείλουν οι ευρωπαίοι πολίτες δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς, αλλά και εμάς, τους κοινωνικούς εταίρους, ως πιο άμεσους εκπροσώπους των κοινωνικών δυνάμεων. Η παρατηρούμενη άνοδος του ευρωσκεπτικισμού, η αναβίωση του εθνικισμού, ο λαϊκισμός που ανθεί στο έδαφος της λαϊκής δυσφορίας, είναι φαινόμενα που υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή συνοχή και διαβρώνουν το ευρωπαϊκό όραμα.
Η κρίση ανέδειξε την εντεινόμενη αποξένωση ανάμεσα στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και τους λαούς της Ευρώπης. Πλήττει τα θεμέλια του ευρωπαϊκού εποικοδομήματος. Η απάντηση στη δομική αυτή απειλή δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομική. Γιατί το περιεχόμενό της είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό και κοινωνικό. Πολιτικές, λοιπόν, είναι οι καθοριστικές επιλογές και οι κοινωνίες είναι οι αποδέκτες. Με τη λιτότητα ως κυρίαρχη συνταγή και με την ανταγωνιστικότητα ως αποκλειστικό ζητούμενο, η Ευρώπη δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά.
Όσοι είμαστε στρατευμένοι στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρωστάμε στους ευρωπαίους πολίτες ένα καθαρό όραμα για το μέλλον, καθαρές λύσεις για τα δομικά προβλήματα που απειλούν να εκτροχιάσουν την ευρωπαϊκή πορεία, δυναμικές απαντήσεις στις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι κοινωνικοί εταίροι δεν μπορεί να είναι απόντες απ’ τη διαδικασία αυτή, δεν μπορεί να μην έχουν ρόλο και λόγο σε αυτή την ανάγκη επανακαθορισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
H επιχειρηματική κοινότητα δεν διαπράττει το ίδιο λάθος με πολλούς σημερινούς πολιτικούς: δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι πίσω από τα νούμερα υπάρχουν άνθρωποι, ότι οι στατιστικές αναφέρονται σε ανθρώπινες ζωές, ότι η οικονομία δεν είναι αποκομμένη από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Προφανώς δίνουμε έμφαση στο ζητούμενο της ανταγωνιστικότητας, με στόχο την παραγωγή πλούτου. Αλλά χρειαζόμαστε επειγόντως και απαντήσεις στην κοινωνικά απαράδεκτη και πολιτικά επικίνδυνη άνοδο της ανεργίας, στη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής, στην υποβάθμιση του κράτους-πρόνοιας, στο πρόβλημα της ανισότητας και στα φαινόμενα αποκλεισμού που η κρίση έχει επιτείνει.
Πριν συζητήσουμε, λοιπόν, για το ποια οικονομία επιδιώκουμε, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια κοινωνία θέλουμε.
Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν ρόλος των κοινωνικών εταίρων, και ο λόγος ύπαρξής τους. Το πραγματικό διακύβευμα του κοινωνικού διαλόγου είναι να αναδείξει τα κοινά συμφέροντα και τους κοινούς στόχους των δυνάμεων εργασίας. Να συναρμόσει την ανταγωνιστικότητα με τη δημιουργικότητα. Να θέσει την παραγωγικότητα στην υπηρεσία της κοινωνικής προόδου. Να κάνει το οικονομικό κέρδος κοινωνική υπεραξία, την εργασιακή ειρήνη υπόβαθρο της κοινωνικής συνοχής.
Η οικονομία είναι το δέντρο. Η κοινωνία είναι το έδαφος πάνω στο οποίο αυτό φυτρώνει και μεγαλώνει. Χρέος και συμφέρον μας είναι να φροντίσουμε ώστε το έδαφος να είναι εύφορο, και οι καρποί του δέντρου να διανέμονται δίκαια, με γνώμονα την προσφορά του καθενός και την αξιοπρέπεια όλων.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να πάψουμε να σχεδιάζουμε και να εφαρμόζουμε οικονομικές συνταγές με αντίληψη εργαστηρίου. Στις οικονομικές εξισώσεις πρέπει να συμπεριλάβουμε τον παράγοντα λαό. Γιατί ο λαός είναι ταυτόχρονα το υποκείμενο και το αντικείμενο της οικονομίας. Ας αναρωτηθούμε γιατί η κρίση απομάκρυνε αντί να φέρει πιο κοντά τους λαούς της Ευρώπης. Κι ας αναζητήσουμε τρόπους για να ανταποκριθούμε στις ανάγκες και τα προβλήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών πιο δραστικά, πιο ουσιαστικά. Η συμβολή των κοινωνικών εταίρων στην αναγκαία αναθεώρηση των πολιτικών που ορίζουν το κοινό μας μέλλον, μπορεί να είναι βαρύνουσα.
Η Ελλάδα είναι ένα ακραίο σύμπτωμα της ευρωπαϊκής κρίσης. Βιώσαμε και βιώνουμε τα τελευταία χρόνια μια βίαιη ανατροπή του οικονομικού πλαισίου, των πολιτικών συσχετισμών και των κοινωνικών σχέσεων. Η καθημερινότητά μας υποβαθμίστηκε, η πίστη στον εαυτό μας κλονίστηκε, η εμπιστοσύνη στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη διασαλεύτηκε. Γίναμε το πειραματόζωο μιας συνταγής σωτηρίας από τις Βρυξέλλες, που είχε πολλά κενά και λάθη και η οποία εφαρμόστηκε απρόθυμα και επιλεκτικά από ένα ανέτοιμο πολιτικό σύστημα. Η συνέπεια ήταν να πληρώσει η κοινωνία μας ένα δυσβάσταχτο και άδικο κόστος, και οι πολίτες να γυρίσουν την πλάτη στο πολιτικό κατεστημένο. Σοβεί έτσι ο κίνδυνος ενός συστημικού κενού, που αν δεν αναιρεθεί μπορεί να προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις καθώς το κοινωνικό πρόβλημα παραμένει μια ανοιχτή πληγή.
Ο τόπος μας χρειάζεται πραγματική, ριζική αλλαγή. Μια αλλαγή που η κοινωνία πρέπει συνειδητά να διεκδικήσει, μια αλλαγή που μόνο η κοινωνία μπορεί να εγγυηθεί. Αλλά πρέπει να τη δει ως δικό της συμφέρον, και όχι ως έξωθεν επιβολή. Σε αυτό, όλοι οι υπόλογοι φορείς έχουμε αποτύχει… Και γι’ αυτό πιστεύω ότι η πορεία προς τη βιώσιμη έξοδο από την πολιτική και οικονομική κρίση στη χώρα μου θα είναι ακόμη μακρά. Δεν αμφιβάλλω, ωστόσο, ότι θα βρούμε το δρόμο μας. Και θα συμπορευτούμε πάλι ενεργά με μία Ευρώπη, που κι αυτή θα έχει ξαναβρεί τον δικό της, κοινό δρόμο προς την ένωση και την ευημερία.»