Οι πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας και μείωσης των δημόσιων δαπανών θα μπορούσαν να αποδειχθούν λιγότερο αναγκαίες λόγω της διατήρησης του ιστορικά χαμηλού επιτοκίου στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, αναφέρει σε έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ως θεματοφύλακας της δημοσιονομικής λιτότητας, το ΔΝΤ ζητεί παραδοσιακά από τα κράτη μέλη, κυρίως αυτά στα οποία έχει χορηγήσει χρηματοπιστωτική βοήθεια (Ελλάδα, Πορτογαλία…) να μειώνουν τις δαπάνες τους για να περιορίζουν τα ελλείμματά τους.
Όμως τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων στις κύριες βιομηχανικές χώρες το ώθησε να προσθέσει έναν αστερίσκο –στο περιθώριο– στο δόγμα του, σε ένα αναλυτικό κεφάλαιο για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές του το οποίο δόθηκε στην δημοσιότητα πριν από την γενική του συνέλευση.
Τα επιτόκια που κατέβαλαν τα κράτη για να χρηματοδοτηθούν στις αγορές επέτειναν “μια αισθητή μείωση” από την δεκαετία του 1980 και είναι ακόμη και “αρνητικά”, αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, επισημαίνει το ΔΝΤ στην έκθεσή του.
Κατά τον διεθνή μέσο όρο, το “πραγματικό παγκόσμιο επιτόκιο για τα δεκαετή” ομόλογα έπεσε από το 5,5% τη δεκαετία του ’80 στο 3,5% τη δεκαετία του ’90, στην συνέχεια στο 2% μεταξύ του 2001 και του 2008 προτού καταστεί “ελαφρώς αρνητικό” το 2012, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Η υποχώρηση αυτή επιταχύνθηκε με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, η οποία ώθησε τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες να χαμηλώσουν το βασικό τους επιτόκιο σε ένα σχεδόν μηδενικό επίπεδο για να υποστηρίξουν την οικονομία.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί λόγω κυρίως της αυξανόμενης “όρεξης” των επενδυτών για το κρατικό χρέος, το οποίο θεωρείται ασφαλής τοποθέτηση.
“Τα πραγματικά επιτόκια και το κόστος κεφαλαίου αναμένεται να αυξηθούν μόνον ελαφρά σε σχέση με το σημερινό τους επίπεδο”, διαβεβαιώνει το ΔΝΤ στην έκθεσή του.
Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη θα μπορούσαν επομένως να επιτρέψουν στο δημόσιο την χρηματοδότηση νέων δαπανών χωρίς να επιβαρύνουν επιπλέον τα οικονομικά τους καθώς το βάρος του χρέους θα ήταν έτσι σχεδόν μηδαμινό, ακόμη και αρνητικό λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό.
“Ορισμένες αυξήσεις στις δημοσιονομικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το χρέος, κυρίως δημόσιες επενδύσεις, θα μπορούσαν να μην οδηγούν σε αυξήσεις του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα”, επισημαίνει το ΔΝΤ, στηριζόμενο στην υπόθεση επιτοκίων που θα είναι κατώτερα από αυτά της οικονομικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με το διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, αυτά τα χαμηλά επιτόκια είναι ωστόσο κομιστές απειλών για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθώς “υποκινούν” τους επενδυτές να ρισκάρουν στις αγορές, για να βρουν εκεί πιο υψηλές αποδόσεις.