Οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες από όλο τον κόσμο συγκεντρώνονται αυτήν την εβδομάδα στην Ουάσιγκτον για τη σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Αν και δεν υπάρχει η αίσθηση του επείγοντος που είχε κυριαρχήσει στις συνεδριάσεις των χρόνων που ακολούθησαν τη χρηματοοικονομική κρίση, η ατυχής πραγματικότητα είναι πως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας είναι πολύ προβληματικές.
Το ΔΝΤ στην τελευταία έκθεση «World Economic Forum» ουσιαστικά υιοθετεί την υπόθεση της «διαρθρωτικής στασιμότητας», σημειώνοντας ότι τα πραγματικά επιτόκια που απαιτούνται για να δημιουργηθεί αρκετή ζήτηση ώστε να υπάρξει πλήρης απασχόληση, πιθανότατα θα είναι πολύ χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται σε επίπεδα κατώτερα του στόχου σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και πιθανότατα θα υποχωρήσει κι άλλο φέτος.
Χωρίς ισχυρή ανάπτυξη και μεγαλύτερη ζήτηση από τις ανεπτυγμένες οικονομίες, πιθανότατα θα υποχωρήσει και η ζήτηση στις αναπτυσσόμενες αγορές. Κι αυτό χωρίς να συνυπολογιστούν οι πολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν χώρες τόσο διαφορετικές, όπως η Βραζιλία, η Κίνα, η Νότιος Αφρική, η Ρωσία και η Τουρκία.
Ενώπιον της ανεπαρκούς ζήτησης, η πρώτη στρατηγική παγκοσμίως είναι το εύκολο χρήμα. Τα βασικά επιτόκια παραμένουν σε κατώτατα επίπεδα σχεδόν σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και οι κεντρικές τράπεζες σηματοδοτούν ότι είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει σύντομα αύξησή τους. Αν και οι ΗΠΑ αρχίζουν το tapering της ποσοτικής χαλάρωσης, η Ιαπωνία συνεχίζει να χαλαρώνει τη νομισματική της πολιτική σε μεγάλη κλίμακα και η ευρωζώνη φαίνεται πως κινείται πιο κοντά προς αυτήν την κατεύθυνση. Όλα αυτά είναι σαφώς καλύτερα από τη στρατηγική του σφιχτού χρήματος, που στη δεκαετία του 1930 μετέτρεψε την κρίση στη Μεγάλη Ύφεση. Από πλευράς αναπτυξιακής στρατηγικής όμως, υπάρχουν προβλήματα.
Δεν έχουμε μία ισχυρή βάση που να στηρίζει την υπόθεση ότι η μείωση των επιτοκίων από τα ήδη πολύ χαμηλά επίπεδα θα επιφέρει μεγάλο αντίκτυπο στις αποφάσεις δαπανών. Κάθε αύξηση δαπανών που προκαλούν αυτές οι μειώσεις επιτοκίων τείνει να αντιπροσωπεύει μία μικρή ώθηση και όχι ουσιαστική αύξηση της ζήτησης. Γνωρίζουμε ότι αυτές οι μειώσεις επιτοκίων ενθαρρύνουν τους οικονομικούς παράγοντες να αναλάβουν χρέος, ασκούν πιέσεις στους επενδυτές που αναζητούν αποδόσεις να αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο, διογκώνουν τις τιμές των επενδυτικών αγαθών και ανταμείβουν τη χρηματοοικονομική δραστηριότητα. Και δεν μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα τον τελικό αντίκτυπο από το άνοιγμα των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών.
Ενώ όμως οι νομισματικές πολιτικές μειώνουν το κόστος κεφαλαίου κι έτσι ενθαρρύνουν τις επενδύσεις που επιχειρήσεις και νοικοκυριά κρίνουν ανάξιες ακόμη και με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, υπάρχουν πολλά στοιχεία στις επενδύσεις που θα μπορούσαν να αυξηθούν και που επίσης έχουν υψηλές αποδόσεις, όμως εμποδίζονται από άστοχες πολιτικές.
Στις ΗΠΑ, τα επιχειρήματα για ουσιαστική προώθηση των επενδύσεων είναι συντριπτικά. Εάν αυξάνονταν οι επενδύσεις σε υποδομές, τότε θα μειωνόταν το βάρος για τις επόμενες γενιές, όχι μόνο με την τόνωση της ανάπτυξης αλλά και και με την επέκταση του δυναμικού της οικονομίας και τη μείωση των αναβαλλόμενων υποχρεώσεων. Για παράδειγμα: Είναι λογικό στον 21ο αιώνα να εξαρτάται το σύστημα εναέριας κυκλοφορίας των ΗΠΑ από το χαρτί για να παρακολουθεί τους εναέριους διαδρόμους;
Η Ιαπωνία, με την εισαγωγή του νέου φόρου κατανάλωσης από την 1η Απριλίου, εμπλέκεται σε μία σημαντική δημοσιονομική συρρίκνωση, παρ’ όλα αυτά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η πρόοδος που καταγράφηκε τον προηγούμενο χρόνο στην ανατροπή του αποπληθωρισμού θα έχει διάρκεια ή εάν πρόκειται για προσωρινή αντίδραση στις κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Ενδεχόμενη επιστροφή στη στασιμότητα και στον αποπληθωρισμό θα μπορούσε άμεσα να διακυβεύσει ακόμη και τη φερεγγυότητα της συγκεκριμένης οικονομίας. Εάν η Ιαπωνία περιμένει να δει τις επιπτώσεις αυτής της κίνησης προτού δράσει με μέτρα δημοσιονομικά και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τότε αναλαμβάνει σημαντικό κίνδυνο.
Η Ευρώπη έφυγε από το χείλος του γκρεμού καθώς το ενδεχόμενο χρεοκοπιών ή υποτιμήσεων είναι πλέον μακρινό. Ακόμη όμως δεν υπάρχει μία στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ συνεχίζεται η διολίσθηση προς τον αποπληθωρισμό. Είναι επιτακτικό να ληφθούν ισχυρές δράσεις για την ανάκτηση του τραπεζικού συστήματος, έτσι ώστε να αποτελέσει αγωγό για ισχυρή ροή πίστωσης, αλλά και να αποφασιστούν μέτρα για την ενίσχυση της ζήτησης στις χώρες της περιφέρειας όπου οι προκλήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν.
Εάν μειωθούν σημαντικά οι κεφαλαιακές εισροές στις αναδυόμενες οικονομίες με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες χώρες να εξαρτηθούν περισσότερο από τις καθαρές εξαγωγές, δύσκολα μπορεί να δει κανείς πώς οι ανεπτυγμένες οικονομίες μπορούν να αναλάβουν το βάρος, αποδεχόμενες επιδείνωση του δικού τους εμπορικού ισοζυγίου. Είναι ουσιώδες, λοιπόν, να υπάρξουν μέτρα για την ενίσχυση των κεφαλαιακών ροών και των εξαγωγών στις αναδυόμενες οικονομίες.
Πιο σημαντικά ακόμη είναι τα πολιτικά βήματα και η προστασία των επενδυτών που απαιτείται για να αντιμετωπιστούν οι απειλές του λαϊκισμού σε πολλές χώρες, όπου απολυταρχικές κυβερνήσεις δείχνουν ότι αγνοούν συμβόλαια και δικαιώματα ιδιοκτησίας. Σε αυτόν τον τομέα, είναι επιτακτικό να δώσει το Κογκρέσο το πράσινο φως στην επέκταση των δυνατοτήτων του ΔΝΤ να παρέχει χρηματοδότηση στήριξης.
Θα πρέπει επίσης να μελετηθούν δημιουργικοί τρόποι για την κινητοποίηση των τρισεκατομμυρίων δολαρίων που βρίσκονται στις κεντρικές τράπεζες και στα κρατικά επενδυτικά ταμεία υπό τη μορφή των ρευστών διαθεσίμων, ώστε να προωθηθεί η ανάπτυξη.
Σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία, εάν οι κινήσεις αυτές γίνουν συνολικά, ο αντίκτυπος θα είναι μεγαλύτερος από ό,τι αθροίζοντας μεμονωμένες κινήσεις. Γι’ αυτό απαιτείται παγκόσμια στρατηγική ανάπτυξης, ώστε να απομακρυνθεί η διαρθρωτική στασιμότητα και όχι απλώς να τα κουτσοκαταφέρουμε με παρηγοριά το εύκολο χρήμα. Αυτή θα πρέπει να είναι η ατζέντα στη σύνοδο αυτής της εβδομάδας.
ΠΗΓΗ: FT.com