Ανάπτυξη και καταπολέμηση της ανεργίας οι προτεραιότητες – Ολοκληρώθηκε η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου
Η ανάπτυξη και η στήριξη των νέων μικρομεσαίων και καινοτόμων επιχειρήσεων, καθώς και η μείωση της ανεργίας, αποτελούν για το προσεχές διάστημα άμεση προτεραιότητα της κυβέρνησης -κάτι που φάνηκε και από τη συνάντηση που είχαν, χθες το μεσημέρι, στο Χίλτον, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ με νέους επιχειρηματίες, αλλά και από τη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, στο Μέγαρο Μαξίμου.
Η γερμανική πλευρά με τη χθεσινή επίσκεψη επιδιώκει να μεταφέρει ένα μήνυμα στήριξης της «πορείας εξυγίανσης» που ακολουθεί η Ελλάδα, όπως αναφέρεται και στην ανακοίνωση της Καγκελαρίας, η οποία μάλιστα εκδόθηκε μετά την έλευση της κ. Μέρκελ στην Αθήνα.
Το ζητούμενο για την ελληνική πλευρά, σύμφωνα με συνεργάτη του πρωθυπουργού, είναι η χώρα να μπει σε τροχιά ανάπτυξης, αποφεύγοντας το «σπάταλο και γραφειοκρατικό κράτος των περασμένων δεκαετιών», και η αναζήτηση και ευρωπαϊκών κονδυλίων για το σκοπό αυτό είναι γεγονός μείζονος σημασίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η χθεσινή επίσκεψη της κ. Μέρκελ στην Αθήνα καταρρίπτει την επιχειρηματολογία όσων εδώ και ημέρες κατηγορούν την κυβέρνηση για κινήσεις εντυπωσιασμού.
Τόσο η έξοδος στις αγορές όσο και η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος είναι κινήσεις ουσίας και, όπως είπε η κ. Μέρκελ, η δημοσιονομική κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα είναι πολύ καλύτερη από ό,τι ήταν τα προηγούμενα χρόνια.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, συνέχισε η Γερμανίδα Καγκελάριος, το προσεχές διάστημα και αφού η Eurostat επιβεβαιώσει το πρωτογενές πλεόνασμα θα επανεξεταστεί η πορεία του προγράμματος και οι τρόποι στήριξης της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Όπως είπε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η συζήτηση για το μέλλον της Ελλάδας δεν έχει ολοκληρωθεί, προσθέτοντας ότι το πρόγραμμα που υπάρχει ολοκληρώνεται το 2014 και πρέπει να δούμε τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
«Η συζήτηση αυτή γίνεται όμως μέσα σε μία εντελώς νέα κατάσταση. Το φθινόπωρο θα έχουμε σφαιρική εικόνα και θα συζητήσουμε. Το τι ακριβώς θα γίνει θα το αποφασίσουν οι υπουργοί Οικονομικών».
Η κ. Μέρκελ δεν παρέλειψε να δώσει συγχαρητήρια στην ελληνική πλευρά για την έξοδο στις αγορές.
Για την κυβέρνηση η χώρα δεν θα χρειαστεί νέο πρόγραμμα στήριξης. Την ίδια ώρα στέλνει το μήνυμα ότι «ούτε η έξοδος στις αγορές, ούτε η σημερινή επίσκεψη της κ. Μέρκελ έχουν μόνο επικοινωνιακό χαρακτήρα».
Μάλιστα καθ’ όλη τη διάρκεια της σημερινής συνάντησης τον Πρωθυπουργό συνόδευαν ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας και οι τρεις στενοί του συνεργάτες, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο Σταύρος Παπασταύρος και ο Δημήτρης Πτωχός, γεγονός που επιβεβαιώνει και τη σημασία που αποδίδει η κυβέρνηση στην ανάπτυξη.
Όπως είπε ο κ. Σαμαράς στη συνέντευξη στο Μαξίμου, «όλα τα προηγούμενα χρόνια η χώρα ήταν όμηρος του γεγονότος ότι δεν μπορούσε να βγει στις αγορές» και υπ’ αυτήν την έννοια η χθεσινή έξοδος στις αγορές «είναι ένδειξη ανεξαρτησίας».
Αξίζει να σημειωθεί πως οι σχέσεις του κ. Σαμαρά με τη Γερμανίδα Καγκελάριο δεν ήταν πάντοτε άριστες, όπως είναι σήμερα. Το 2010 και μέχρι τα τέλη του 2011 ήταν κάκιστες, σε σημείο στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος οι δύο ηγέτες να μη μιλιούνται και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να σπάσει ο πάγος.
Μελέτη για την ελληνική Οικονομία στα χέρια της Μέρκελ
Ολοκληρωμένη μελέτη που αποτυπώνει τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας και δείχνει ότι μετά από δεκαετίες η Ελλάδα πέτυχε το 2013 να έχει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,3% του ΑΕΠ και έλλειμα στο 2,6%, δηλαδή χαμηλότερο από 3% του ΑΕΠ που είναι το κριτήριο του Μάαστριχτ παρέδωσε η κυβέρνηση στη καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ.
Η μελέτη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους την οποία προετοίμασε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταικούρας με βάση τα στοιχεία για την πορεία των επιτοκίων μετά και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, αλλά και προβολές για την εξέλιξη του χρέους που είναι η επόμενη μεγάλη διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους αποτυπώνει την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, αλλά και τη βελτίωση των δεικτών ανταγωνιστικότητας.