Πολύ ισχυρή ζήτηση από επενδυτές αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό προσέλκυσε η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές μέσω της έκδοσης πενταετούς ομολόγου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ).
Σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, σε μία απόδειξη της εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα, η έκδοση του πενταετούς ομολόγου προσέλκυσε προσφορές που τελικά ξεπέρασαν τα 19,1 δισεκατομμύρια ευρώ, υπερκαλύπτοντας κατά πολύ τα 2,5 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν. Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος για το ελληνικό χρέος, που αντανακλά τη φερεγγυότητα που έχει οικοδομήσει η χώρα μας, μόλις τις πρώτες 2,5 ώρες μετά το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών είχαν υποβληθεί προσφορές άνω των 13,1 δισεκ. ευρώ.
Παρά την αναταραχή που επικρατεί ευρύτερα στις αγορές και τις πιέσεις που ασκεί στο κόστος δανεισμού η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το «κουπόνι» του νέου ελληνικού 5ετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 3,875%.
Ο ΟΔΔΗΧ σημειώνει πως σε μία ακόμα ένδειξη της μεταστροφής που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, το χάσμα ανάμεσα στο χθεσινό κόστος δανεισμού της Ελλάδας και στο αντίστοιχο της Γερμανίας -που αποτελεί σημείο αναφοράς για τις χώρες της ευρωζώνης- ήταν μειωμένο κατά 75% σε σύγκριση με τις αρχές του 2019, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Τι κεφάλαια προσέλκυσε
Ένα ακόμα θετικό στοιχείο ήταν η ποιότητα των επενδυτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, το 44% ήταν τράπεζες και το 36% ήταν διαχειριστές κεφαλαίων, που σημαίνει ότι οκτώ στους δέκα ήταν υψηλού επιπέδου παράγοντες της αγοράς. Η συμμετοχή θεσμικών επενδυτών μεγάλου κύρους, όπως κεντρικές τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία, διαμορφώθηκε στο 8%, ενώ επιθετικοί και κερδοσκοπικοί επενδυτές όπως τα hedge funds αντιστοιχούσαν μόνο στο 6%.
Η έκδοση του πενταετούς ομολόγου προσέλκυσε κεφάλαια από ευρεία γεωγραφική κατανομή. Τη μερίδα του λέοντος (33%) πήραν εγχώριοι αγοραστές, όμως τοποθετήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία ανήλθαν στο 23%, από την Ισπανία και την Πορτογαλία στο 10%, από την Ιταλία στο 7% και από το μπλοκ Γερμανίας, Ελβετίας και Αυστρίας προήλθε ακόμα 7%, ενώ επενδυτές από τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιστοιχούσαν στο 6%.