Αισιόδοξα μηνύματα για την ελληνική οικονομία εκπέμπει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων που έδωσε στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, το δημόσιο χρέος της Ελλάδος θα μειωθεί γρήγορα τα επόμενα έτη και θα ευνοηθεί από την επιστροφή κεφαλαίων που χορηγήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Όπως εκτιμούν, οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους όχι μόνο είναι ήδη πολύ χαμηλές αλλά θα μειωθούν ακόμη περισσότερο στα επόμενα έτη με τη μείωση του δημοσίου χρέους μέσω της ανάπτυξης της χώρας και των πρωτογενών πλεονασμάτων της στη γενική κυβέρνηση που ήδη ανήλθαν στα 3,38 δισ. ευρώ ο 2013 και θα είναι μεγαλύτερα το 2014.
«Με αυτά τα δεδομένα, η μέση ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησης του ελληνικού δημοσίου χρέους (για τόκους και για χρεολύσια – εκτός των ΕΓΔ) στην περίοδο 2015-2049 δεν υπερβαίνει το 7,5% του ΑΕΠ, που είναι σημαντικά χαμηλότερη από το αντίστοιχη ετήσια επιβάρυνση πολλών άλλων αναπτυγμένων οικονομιών», τονίζεται στην έκθεση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Υπογραμμίζεται, ακόμη, πως η επιτυχής έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών στις αγορές τις τελευταίες εβδομάδες πιστοποιεί πέραν πάσης αμφιβολίας την ενίσχυση των προσδοκιών για τις καλές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
«Οι ξένοι επενδυτές επενδύουν στην Ελλάδα διότι πιστεύουν ότι έγινε σημαντική πρόοδος τα τελευταία τέσσερα χρόνια όσον αφορά στην προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας. Αυτοί οι επενδυτές ξέρουν σήμερα ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μπορεί να καταγράφεται στο 175% του ΑΕΠ, αλλά έχει μέση διάρκεια λήξης μετά το 2014 που υπερβαίνει τα 17,5 έτη (με λήξεις έως το 2057) και είναι χρέος πολύ χαμηλού επιτοκίου», σημειώνεται στην ανάλυση.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η επάνοδος της Ελλάδος στις αγορές συμβάλλει στην αποκατάσταση του κόστους αναχρηματοδότησης των εντόκων γραμματίων του δημοσίου (ΕΓΔ) σε φυσιολογικά επίπεδα. Μάλιστα, από αυτό και μόνο το γεγονός η τράπεζα εκτιμά ότι θα υπάρξει νέα εξοικονόμηση δαπανών για τόκους ύψους άνω των 250 εκατ. ευρώ ετησίως.