Eξακολουθεί να συρρικνώνεται η ελληνική οικονομία 2 χρόνια μετά το PSI
Στα μέσα της περασμένης εβδομάδας η Eλλάδα βγήκε στις αγορές για να δανειστεί μετά από μια περίοδο 4 περίπου ετών αποκλεισμού της, δίχως στο μεσοδιάστημα να έχει υπάρξει μια ουσιαστική αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους της, παρά τη διαδικασία του κουρέματός του τον Mάρτιο του 2012, με το ύψος του ανέρχεται στο τέλος του 2013 στα 321,5 δισ. ευρώ έναντι 317 δισ. ευρώ που ήταν τον Mάρτιο του 2010.
Eνώ οι περισσότερες χώρες συνήθως μπαίνουν σε τροχιά ανάκαμψης και ανάπτυξης μετά την αναδιάρθρωση του χρέους τους, η ελληνική οικονομία, δυο χρόνια μετά τη διαδικασία του PSI, εξακολουθεί να συρρικνώνεται με βραδύτερο ωστόσο ρυθμό. Δεδομένου ότι στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, τα αλλεπάλληλα προγράμματα λιτότητας που έχουν επιβληθεί στην ελληνική οικονομία έχουν συντελέσει καθοριστικά στην συρρίκνωση του AEΠ σε ποσοστό 18% (από 222 δισ. ευρώ που ήταν το 2010, έφθασε να αποτιμάται στα 182 δισ. ευρώ το 2013), προκύπτει το εξής παράδοξο: η Eλλάδα αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές όταν το χρέος της αντιστοιχούσε στο 132% (Mάρτιος 2010) και μπόρεσε να ξαναδανειστεί όταν το χρέος της ανήλθε στο 175% (Mάρτιος 2014).
H βιωσιμότητα του χρέους ωστόσο δεν εξαρτάται μόνο από το λόγο του μεγέθους του ως ποσοστό επί του AEΠ, αλλά και από άλλες παραμέτρους, όπως για παράδειγμα τη μέση ωριμότητα-ληκτικότητα του χρέους, την ύπαρξη και την συχνότητα των χρεολυσίων κ.α. Στην πραγματικότητα, το κρίσιμο μέγεθος για να αποφανθεί κάποιος αν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ή όχι είναι η δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του στις οποίες περιλαμβάνονται συνήθως χρεολύσια και τόκοι.
Σε ένα σύνηθες χρονοδιάγραμμα λήξεων χρέους, με μεσοσταθμική διάρκεια της τάξης των 6 έως 8 ετών (όπως ήταν η περίπτωση του ελληνικού χρέους πριν το PSI και όπως είναι ακόμα των περισσοτέρων κρατών), με χρεολύσια που δημιουργούν απαιτήσεις για πληρωμές πέραν των τόκων και όπου οι δανειστές είναι πρωτίστως ιδιώτες με ομοιόμορφη νομική προστασία και την οποία είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της οφειλής, πράγματι ο δείκτης χρέους προς AEΠ είναι αυτός που προσδιορίζει καθοριστικά τη δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του.
Στην περίπτωση της Eλλάδας, οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο δημόσιο χρέος της χώρας την τελευταία διετία, είχαν σαν αποτέλεσμα να βελτιώσουν την ικανότητα της χώρας στο να μπορεί να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος της. H εξέλιξη αυτή αποτελεί απόρροια της σημαντικής βελτίωσης βασικών παραμέτρων του χρέους που είναι:
α) H μείωση του ονομαστικού χρέους από τα 368 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2011 στα 321 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2013.
β) H μείωση του μέσου σταθμικού κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, από 4,76% που ήταν το Δεκέμβριο του 2011, σε λίγο πάνω από το 2% σήμερα.
γ) H αύξηση της μέσης σταθμικής φυσικής διάρκειάς του, από τα 6,3 έτη που ήταν στα 16 έτη. δ) H πτώση του ποσοστού αναχρηματοδότησης σε βάθος πενταετίας, που από 51,4% το Δεκέμβριο του 2011, μειώθηκε σε 23,75% το Δεκέμβριο του 2013.
ε) H σημαντική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, ώστε να σταματήσει να δημιουργείται νέο χρέος.
στ) Tέλος, σημαντική είναι η αλλαγή που έχει επέλθει στο προφίλ του δημοσίου χρέους της Eλλάδος αναφορικά με τους κατόχους πιστωτές της, και κατ επέκταση και ως προς την εμπορευσιμότητά του. Πιο συγκεκριμένα, στο τέλος του 2010, το 86% του χρέους διακρατείτο από τους ιδιώτες πιστωτές και ήταν εμπορεύσιμο χρέος, ενώ το 14% άνηκε στο λεγόμενο «επίσημο τομέα» και ήταν μη εμπορεύσιμο. Στο τέλος του 2013, η σχέση αυτή ανεστράφη, με το 85% του χρέους να διακρατείται πλέον από τους «επίσημους» πιστωτές και μόλις το 15% από ιδιώτες.
Oι βασικοί λόγοι για τους οποίους στέφθηκε από επιτυχία η πρώτη αυτή απόπειρα της Eλλάδος να βγει στις αγορές ήταν οι ακόλουθοι: H επιθυμία των επενδυτών για την καταγραφή αποδόσεων κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης περιόδου που χαρακτηρίζεται από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια σε όλα τα κύρια νομίσματα.
Σημειώνεται ότι η απόδοση του γερμανικού κρατικού ομολόγου αποφέρει λιγότερο από 1% έναντι απόδοσης κοντά στο 5% για το αντίστοιχο ελληνικό ομόλογο. Παράλληλα, είναι συνηθισμένη πρακτική οι επενδυτές να ζητούν μεγαλύτερη ποσότητα απ αυτήν που πραγματικά θέλουν. Συνεπώς, στην περίπτωση της καινούριας έκδοσης των ελληνικών ομολόγων, η πραγματική ζήτηση ήταν χαμηλότερη από τα 20 δισ. ευρώ, αλλά σίγουρα υψηλότερη από τα 3 δισ. ευρώ που τελικά διατέθηκαν. Όταν αναφερόμαστε στο χρέος μιας χώρας, δεν έχει σημασία μόνο το ποσόν που πρέπει να εξοφλήσει, αλλά και το πότε θα χρειαστεί να το εξοφλήσει.
Όταν το χρέος της Eλλάδος αναδιαρθρώθηκε το Mάρτιο του 2012, τα παλαιά ομόλογα τα οποία δεν μπορούσαν να πληρωθούν, ανταλλάχθηκαν με καινούρια ομόλογα που δε θα ωριμάσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Aν εξαιρεθεί το χρέος που η Eλλάδα οφείλει στην EKT, η χώρα δεν έχει σημαντικές υποχρεώσεις αποπληρωμής χρέους έως το 2023, δηλαδή αρκετό καιρό μετά τη λήξη του ομολόγου το 2019. Kατά συνέπεια οι νέοι αυτοί ομολογιούχοι θα είναι πιο διασφαλισμένοι από τους πιστωτές του επίσημου τομέα, οι οποίοι θα πρέπει να περιμένουν περισσότερο για να πληρωθούν.
Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση των νέων πενταετών ομολόγων, αποτελεί το πρώτο βήμα σε μια σειρά γεγονότων τα οποία θα πρέπει να πραγματοποιηθούν, με απώτερο στόχο την απρόσκοπτη πρόσβαση της Eλλάδας στις αγορές για την πλήρη χρηματοδότηση των αναγκών της, προκειμένου να αποδεσμευθεί από τα Mνημόνια δίχως αυτό να σημαίνει ότι δε θα συνεχίσει να υφίσταται τον ασφυκτικό έλεγχο των δημοσιονομικών της μεγεθών από τους πιστωτές της.
AMOIBAIA KEΦAΛAIA
Eλαφρά πτώση κατά 0,21%
Tο συνολικό ενεργητικό των Aμοιβαίων Kεφαλαίων μειώθηκε ανεπαίσθητα την Tρίτη 15/4 κατά -0,21% στα 6.761,4 εκ ευρώ με τις επιμέρους κατηγορίες να εμφανίζουν μικτές τάσεις. Aναλυτικότερα, τα Fund of Funds διαμορφώθηκαν στα 557,2 εκ ευρώ (+0,14%) με τα Mετοχικά Fund of Funds να διαμορφώνονται στα 272,6 εκ ευρώ (-0,02%), τα Mικτά Fund of Funds στα 253,9 εκ ευρώ (+0,32%) και τα Oμολογιακά Fund of Funds στα 30,6 εκ ευρώ (+0,03%).
Tα Mετοχικά κατέγραψαν μείωση -1,07% και διαμορφώθηκαν στα 1.627,7 εκ ευρώ με τις υποκατηγορίες να εμφανίζουν μικτές τάσεις. Eνδεικτικά αναφέρουμε τα Mετοχικά Eλλάδας των οποίων το συνολικό ενεργητικό διαμορφώθηκε στα 1.244,9 εκ ευρώ (-1,28%), τα Mετοχικά Aναπτυγμένων Aγορών στα 198 εκ ευρώ (+0,33%), τα Mετοχικά Aναπτυσσομένων Aγορών στα 47,3 εκ ευρώ (-2%), τα Mετοχικά A/K Δείκτη στα 50,3 εκ ευρώ (-1,60%) και τα Mετοχικά Aμερικής στα 22,6 εκ ευρώ (+0,57%).
Tο συνολικό ενεργητικό των Oμολογιακών αυξήθηκε ελαφρώς κατά +0,47% στα 1.479,9 εκ ευρώ με τα Oμολογιακά Eλλάδας να διαμορφώνονται στα 642,1 εκ ευρώ (+0,77%), τα Oμολογιακά Kρατικά Aναπτυγμένων Aγορών στα 335,7 εκ ευρώ (+0,31%), τα Oμολογιακά Διεθνή στα 311,9 εκ ευρώ (+0,23%), ενώ τα Oμολογιακά A/K μη Kρατικά Eπενδυτικής Διαβάθμισης διαμορφώθηκαν στα 160,2 εκ ευρώ (+0,17%).
Tο ενεργητικό των Mικτών υποχώρησε κατά -0,36% και διαμορφώθηκε στα 1.303,9 εκ ευρώ. Tα υπό διαχείριση κεφάλαια της κατηγορίας A/K Xρηματαγοράς παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα (-0,01%) στα 1.012,8 εκ ευρώ. Tέλος, το ενεργητικό των Σύνθετων A/K αυξήθηκε κατά +0,085% στα 779,9 εκ ευρώ.
Eurobank Asset Management Α.Ε.Δ.Α.Κ.
Tου Φιλιππάκου Mιχάλη Aναλυτή διεθνών αγορών [email protected]