Παρότι οι προσδοκίες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο του τρέχοντος έτους παραμένουν θετικές, μετά και την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4%, σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο, οι επιπτώσεις των καταστροφικών πυρκαγιών και των ακραίων καιρικών φαινομένων που έπληξαν το καλοκαίρι διάφορες περιοχές της χώρας τις μετριάζουν, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο της για την οικονομία η Alpha Bank.
Όπως σημειώνει η τράπεζα, ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στην περιφέρεια Θεσσαλίας, οι πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες αποτελούν μια ιδιαίτερα δυσμενή εξέλιξη, με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθος της ζημίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη αφενός οι καταστροφές στις υποδομές και την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και αφετέρου η επίπτωση που θα έχει στην οικονομική δραστηριότητα το γεγονός ότι οι αγροτικές εκτάσεις δεν δύνανται να επανέλθουν άμεσα στην προτέρα κατάσταση.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, είναι πιθανό να ασκηθούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ενώ, μεσοπρόθεσμα, ενδέχεται να επέλθει επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου τόσο λόγω μείωσης των εξαγωγών αγαθών, όσο και λόγω αναπλήρωσης, μέσω εισαγωγών αγαθών, της απολεσθείσας αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που προοριζόταν για εγχώρια κατανάλωση.
Επιπλέον, η μείωση του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία (κτίρια, μηχανήματα, γη) αποτελεί, μακροπρόθεσμα, τη σημαντικότερη πρόκληση, καθώς επηρεάζει δυσμενώς τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας και, κατά συνέπεια, το δυνητικό προϊόν.
Σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα τρίμηνα συνιστούν οι τάσεις εξασθένησης της οικονομικής δραστηριότητας στη Βόρεια Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία που ενδέχεται να συμπιέσουν την εξωτερική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες.
Αποκλιμάκωση πληθωρισμού – Στήριξη από τον τουρισμό
Η ανάκαμψη του οικονομικού κλίματος, η οποία ξεκίνησε το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους, συνεχίστηκε τον Αύγουστο, με τον Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (ESI) να διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 17 μηνών (111,7 μονάδες).
Τούτο είναι σημαντικό, λαμβανομένων υπόψιν αφενός του ασταθούς εξωτερικού περιβάλλοντος με το οποίο αλληλεπιδρά η ελληνική οικονομία και αφετέρου της καθοδικής τάσης του αντίστοιχου δείκτη της Ευρωζώνης, ο οποίος υποχώρησε τον περασμένο μήνα στα χαμηλότερα επίπεδα από τα τέλη του 2020 (93,3 μονάδες).
Η ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η ταχύτερη του αναμενομένου επάνοδος σε συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας ήδη από το 2022, η εμπέδωση ενός σκηνικού πολιτικής σταθερότητας και η προοπτική ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, αποτελούν, μεταξύ άλλων, βασικούς παράγοντες που συντελούν στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Σημειώνεται ότι ήδη ο οίκος αξιολόγησης DBRS στην πρόσφατη αξιολόγηση για τη χώρα μας προχώρησε στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας στο επίπεδο BBB (low), δηλαδή σε επενδυτική βαθμίδα.
Παράλληλα, ο τουρισμός, ο οποίος αποτελεί βαρόμετρο για την ελληνική οικονομία και η πορεία του οποίου χαρακτηριζόταν από αβεβαιότητα στις αρχές του έτους εξαιτίας των δυσμενών επιπτώσεων των συνεχιζόμενων πληθωριστικών πιέσεων στο εισόδημα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, κατέγραψε ισχυρές επιδόσεις, το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου, οι ταξιδιωτικές αφίξεις (εκτός της κρουαζιέρας) και οι εισπράξεις σημείωσαν ετήσια αύξηση ύψους 26% και 23,9%, αντίστοιχα, υπερβαίνοντας τις επιδόσεις του 2019 κατά 7% και 14,1%. Επιπλέον, οι ενδείξεις για τη βραχυπρόθεσμη πορεία του τουρισμού το καλοκαίρι είναι θετικές, καθώς, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών ήταν κατά 17,9% και 17% περισσότερες από τις περυσινές και κατά 9,8% και 7% υψηλότερες από τις αντίστοιχες του 2019. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με προβλέψεις του World Travel and Tourism Council (Greece 2023 Annual Research: Key Highlights, May 2023), η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην Ελλάδα αναμένεται να ανέλθει σε Ευρώ 39,2 δισ. το 2023 (19,3% του ΑΕΠ), σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά 3,6%.
ΑΕΠ: ανάλυση των συνιστωσών της ενεργού ζήτησης
Οι ανωτέρω θετικές εξελίξεις, όπως σημειώνει η Alpha Bank, αντανακλώνται στον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο οποίος ήταν σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (0,7%). Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 2,4%, σε ετήσια βάση, καταγράφοντας θετικές επιδόσεις, τόσο το πρώτο (2%) όσο και το δεύτερο τρίμηνο (2,7%) του έτους.
Πιο αναλυτικά, η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς αυξήθηκε κατά 2,8%, το πρώτο εξάμηνο του 2023, συνεισφέροντας 2 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στην αύξηση του ΑΕΠ. Τούτο αναδεικνύει την ανθεκτικότητα της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, με αρωγό τις καλές τουριστικές επιδόσεις, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις που επικράτησαν το πρώτο εξάμηνο, με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή να έχει αυξηθεί κατά 5,1%, σε ετήσια βάση, στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, οι επενδύσεις διαθέτουν ισχυρή δυναμική, καθώς αυξήθηκαν κατά 8,1%, σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο, συνεισφέροντας 1,1 π.μ. στην άνοδο του ΑΕΠ. Η αυξανόμενη συμβολή των επενδύσεων στο αναπτυξιακό μείγμα αναδεικνύεται από το γεγονός ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκαν στο 14,4%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το δεύτερο εξάμηνο του 2010, παραμένοντας ωστόσο σημαντικά χαμηλότερα σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση (Β’ εξάμηνο 2007: 25,1%).
Αναφορικά με τις επιμέρους κατηγορίες των επενδύσεων, οι επενδύσεις σε κατοικίες και μεταφορικό εξοπλισμό σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση κατά 47,5% και 28,9%, αντίστοιχα, το πρώτο εξάμηνο του 2023, ενώ ακολούθησαν οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές εκτός κατοικιών και οι λοιπές επενδύσεις με άνοδο κατά 12,7% και 5,5%, αντίστοιχα. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό μειώθηκαν κατά 9,1%, σε ετήσια βάση.
Τέλος, οι καθαρές εξαγωγές είχαν, έστω και οριακά, θετική συνεισφορά (0,1 π.μ.) στη μεταβολή του ΑΕΠ, για πρώτη φορά από το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Αυτό οφείλεται στην ετήσια άνοδο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,5%), η οποία υπερέβη την αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών (2,8%). Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν εντονότερα (4,4%) από τις αντίστοιχες εισαγωγές (0,8%), ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν ηπιότερα (3,7%) από τις εισαγωγές (8,8%).
Η συμβολή της Θεσσαλίας στην οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας
Εστιάζονται ειδικότερα στη Θεσσαλία, η Alpha Bank σημειώνει ότι το ΑΕΠ της περιοχής αντιπροσωπεύει το 5,2% του ΑΕΠ της Ελλάδας με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2020 (σε τρέχουσες τιμές), με το εν λόγω ποσοστό να κυμαίνεται διαχρονικά περί το 5%. Αναλυτικότερα, το 2,3% του ΑΕΠ της Ελλάδας προέρχεται από τον νομό Λάρισας, το 1,4% από τον νομό Μαγνησίας, το 0,8% από τον νομό Τρικάλων και το 0,7% από τον νομό Καρδίτσας.
Σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ), στη Θεσσαλία παράγεται το 14,1% του συνολικού προϊόντος του κλάδου “γεωργία, δασοκομία και αλιεία” και το 7% του κλάδου “Δημόσια διοίκηση και άμυνα, εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική μέριμνα” (στοιχεία 2020). Ο διευρυμένος κλάδος που περιλαμβάνει το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τη μεταφορά και αποθήκευση, τα καταλύματα και την εστίαση, καθώς και ο κλάδος “Δημόσια διοίκηση και άμυνα, εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική μέριμνα” αποτελούν συνολικά περίπου το 47% της ΑΠΑ της Θεσσαλίας.
Από το σύνολο των απασχολούμενων στη χώρα, το 6,4% εργάζεται στη Θεσσαλία, με το 30,2% εξ αυτών να απασχολούνται στον κλάδο εμπόριο-καταλύματα-εστίαση, το 24,5% στη δημόσια διοίκηση-άμυνα-υγεία-εκπαίδευση και το 20,1% στον αγροτικό τομέα.
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, η περιφέρεια της Θεσσαλίας αντιπροσωπεύει το 15% της συνολικής καλλιεργούμενης γεωργικής γης, με το μεγαλύτερο μέρος του εν λόγω ποσοστού να κατανέμεται στον νομό Λάρισας (8%) και να έπονται οι νομοί Καρδίτσας (3%), Μαγνησίας (2%) και Τρικάλων (2%). Η συμβολή της Θεσσαλίας στην παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων είναι ιδιαίτερα μεγάλη και αναφέρεται ενδεικτικά ότι από τη συγκεκριμένη περιφέρεια προέρχεται το 34% της συνολικής παραγωγής σκληρού σιταριού.