Την διπλή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, στη βαθμίδα Ba1 με σταθερές προοπτικές από τον οίκο αξιολόγησης Moody`s, σχολίασε ο υπουργός Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, κάνοντας λόγο για «επιβράβευση» της οικονομικής μας πολιτικής.
Αναλυτικότερα, έγραψε στην πλατφόρμα Χ: «Η πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας και μάλιστα κατά δύο βαθμίδες από την Moody’s δεν είναι μόνο μια ακόμα επιβράβευση της δημοσιονομικής και συνολικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Είναι κυρίως μια απόδειξη ότι η κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει πιστή σε μια πολιτική δημοσιονομικής σοβαρότητας. Πολιτική η οποία παρά τις δυσκολίες θα συνεχίσει να είναι προσηλωμένη στους στόχους που έχουν τεθεί και στην επίτευξη των αντίστοιχων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Έχουμε πετύχει πολλά στην οικονομία τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Κρινόμαστε κάθε μέρα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάει χαμένη η πρόοδος που έχει σημειωθεί. Σταθερά, θα συνεχίσουμε να συνδυάζουμε την κοινωνική ευαισθησία με την οικονομική υπευθυνότητα».
Στην ανακοίνωσή του, ο οίκος εξήγησε ότι η αναβάθμιση κατά δύο βαθμίδες αντανακλά την άποψη του ότι η ελληνική οικονομία, τα δημόσια οικονομικά, οι θεσμοί και το τραπεζικό σύστημα βλέπουν βαθιά διαρθρωτική αλλαγή, η οποία θα στηρίξει συνεχή ουσιαστική βελτίωση στους δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας και ανθεκτικότητας σε μελλοντικά δυνητικά σοκ.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Ιουνίου παρέχει υψηλό βαθμό πολιτικής βεβαιότητας και βεβαιότητας για τις πολιτικές για την επόμενη τετραετία, ενισχύοντας τη συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων του παρελθόντος και τον σχεδιασμό περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες στηρίζουν τις προσδοκίες του Moody’s για περαιτέρω οικονομική και δημοσιονομική ενίσχυση.
Η σταθερή προοπτική της αξιολόγησης αντανακλά τις θετικές τάσεις, οι οποίες σταθμίζονται με διαρθρωτικές προκλήσεις, που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας περισσότερο απ’ ότι αναμένει σήμερα ο Moody’s, συμπεριλαμβανομένων του χαμηλού, αν και αυξανόμενου, ποσοστού επενδύσεων, του σημαντικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και του ακόμη υψηλού δημόσιου χρέους καθώς και των δημοσιονομικών προκλήσεων από τη γήρανση του πληθυσμού και την κλιματική αλλαγή.