Ένα “κακό” και ένα “καλό” νέο έχει να μας πει για την ελληνική οικονομία ο κύριος Μάρτιν Κναπ, ένας ελληνομαθής Γερμανός και παράλληλα άνθρωπος της αγοράς, λόγω της ιδιότητάς του ως Γενικού Διευθυντή του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
Το “κακό” είναι ότι μεταπολεμικά, η χώρα μας είναι μια συνεχής ιστορία χαμένων ευκαιριών. Και το “καλό” είναι ότι οι ευκαιρίες συνεχίζονται… αλλά πρέπει να τις “αρπάξουμε” τώρα.
Ο κ. Κναπ τονίζει σε συνέντευξη του, την ευρωπαϊκή διάσταση του ελληνικού προβλήματος, λέγοντας ότι “όλες οι χώρες της Ευρώπης κάθονται πολύ στενά στριμωγμένες στην ίδια βάρκα”, η διάσωση του ευρώ είναι “μονόδρομος” και χρειάζονται κοινές πολιτικές. Παράλληλα, επισημαίνει ότι και η Ευρώπη απειλείται, ότι «αιφνιδιάστηκε» από την αλλαγή στον νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και η μόνη «βιώσιμη» απάντηση, είναι «η ανταγωνιστικότητα».
Για την Ελλάδα, λέει ότι χρειάζεται πρωτίστως ρευστότητα, την οποία πρέπει να παροχετεύσουν ευρωπαϊκοί μηχανισμοί. Πιστεύει στις λαμπρές ευκαιρίες που έχει η χώρα μας, από τον “ποιοτικό τουρισμό” ως το “Hi tech made in Greece” και κυρίως πιστεύει ότι στην Ελλάδα μπορούν να παραχθούν σχεδόν τα πάντα, θεωρώντας τα περί του αντιθέτου “προκαταλήψεις”.
Μιλώντας για το διμερές εμπόριο Ελλάδας-Γερμανίας, κρατάμε τρία στοιχεία:
Πρώτον, ο συνολικός όγκος εμπορίου-το πρώτο εννιάμηνο του 2010- ήταν της τάξης των 6 δις ευρώ, ελλειμματικός για την Ελλάδα σε αναλογία 1 προς 4.
Δεύτερον, παρά το διαχρονικά ελλειμματικό για τη χώρα μας εμπορικό ισοζύγιο, στην “προ ευρώ” εποχή, ο γερμανικός τουρισμός ήταν επαρκής για να μετατρέψει σε θετικό το ισοζύγιο πληρωμών, αλλά μετά το ευρώ, η «τρύπα» για την Ελλάδα παραμένει.
Και τρίτον, στην πρώτη γραμμή των εξαγωγών και προς τις δύο χώρες βρίσκονται τα φάρμακα. Ένας πραγματικά δυναμικός κλάδος που το πρώτο εννιάμηνο του 2010 συνεισέφερε 250 εκατομμυρίων ευρώ στο εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας, αν και στο «κυνήγι» της ακριβής γερμανικής αγοράς, αφήνει ορισμένες φορές την εσωτερική αγορά με ελλείψεις.
Όσο για τις αγροτικές εξαγωγές μας, υπολείπονται σύγχρονου εξαγωγικού πνεύματος και των δυνατοτήτων μιας αγοράς, που διψάει για ποιοτικά, βιολογικά, τυποποιημένα και καλοσυσκευασμένα προϊόντα. Ούτε καν το ελαιόλαδο δεν έχει αξιοποιηθεί όσο πρέπει, παρά την προβολή που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, στην οποία ο κ. Κναπ έχει συμμετάσχει και προσωπικά.
Ποιοτικός τουρισμός ή all inclusive;
«Η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει τι θέλει να κάνει τα επόμενα 20 χρόνια στο νέο καταμερισμό παραγωγής», λέει. Θέλει να γίνει «πρώτος» τουριστικός προορισμός; Αν ναι, πρέπει να κατανοήσει τη σημασία της αισθητικής παρέμβασης στο περιβάλλον. Διαφορετικά, θα μείνει στον τουρισμό του all inclusive, απαξιώνοντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών της: νησιά, υγιεινό κλίμα, μεσογειακή διατροφή, υπέροχες θάλασσες, λαμπερός ήλιος, παρατεταμένο καλοκαίρι, ζωή ευχάριστη και ασφαλή διαμονή. Για να μην αναφερθούμε στα ιστορικά μνημεία που είναι διάσπαρτα στον ελληνικό χώρο.
«Αν δεν κάνει η Ελλάδα ποιοτικό τουρισμό, ποιος μπορεί να κάνει;», αναρωτιέται με έκδηλη αγανάκτηση. Για την Αθήνα, λέει μεταξύ θαυμασμού και απογοήτευσης, ότι έχει «απαράμιλλα μνημεία», αλλά “βράζει σε μια σούπα με ακαλαίσθητα κτίρια και με απρόβλεπτη προσβασιμότητα από τα κυκλοφοριακά προβλήματα και τις συνεχείς πορείες”.
Τολμάει ένα ακόμη σχόλιο: «Αν διαδηλώνεις σήμερα στην Ελλάδα, είναι σαν να διαδηλώνεις κατά… των σεισμών. Το άδειο ταμείο είναι ο πλέον αμείλικτος δικτάτορας».
Software: ένας αδικημένος κλάδος
«Ο κλάδος του software, που έχει ήδη μια καλή υποδομή έχει πολλές πιθανότητες να αναπτυχθεί», επισημαίνει επίσης. Το λέει και το εννοεί: Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο οργανώνει το Σεπτέμβριο μια μεγάλη εκδήλωση στην οποία θα περιλαμβάνεται και το Hi tech made in Greece. Ο σύνδεσμος κατασκευαστών ημιαγωγών Ελλάδος έχει 50 επιχειρήσεις. «Είναι υποτιμημένος, αδικημένος κλάδος», επισημαίνει.
Μας απαριθμεί μερικές απ’ αυτές που επιβιώνουν ακόμη και σε «απομακρυσμένες» περιοχές της Ελλάδας, επειδή υπάρχουν πια πολλοί πτυχιούχοι στη χώρα μας, υψηλή κινητικότητα μεταξύ των νέων στην Ευρώπη, η ζωή στην Ελλάδα είναι ευχάριστη και η ελληνική επαρχία αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον.
Με την κατάλληλη υποδομή, κάθε «γωνιά» της Ελλάδας, θα μπορούσε να μετατραπεί σε «κέντρο» παραγωγής «διεθνοποιημένων προϊόντων» και να προσελκύσει «διεθνοποιημένο παραγωγικό δυναμικό», υποστηρίζει.
Κι όσο βλέπουμε, συνεχίζει, την Ευρώπη ως ενιαίο χώρο, ανοίγονται οι δυνατότητες που τις χαρακτηρίζουμε Sun Belts (όπως η Φλόριδα και η Καλιφόρνια που έχουν συγκεντρώσει πάρα πολλές δραστηριότητες λόγω θέσης). Η Ελλάδα με το εξαιρετικό της κλίμα, αλλά και ευρύτερα ο ευρωπαϊκός Νότος θα μπορούσε να αξιοποιήσει τέτοιου είδους πλεονεκτήματα.
«Τεχνητά αντικίνητρα»
«Χρειαζόμαστε εξαγωγές κ. Κναπ» λέω, έχοντας κατά νου την ανάγκη εξωστρέφειας, που γίνεται πιο επιτακτική λόγω οικονομικής κρίσης.
«Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει στην Ευρώπη και δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα», λέει και ξαναλέει. «Τα αντικίνητρα είναι τεχνητά. Η Ελλάδα πάσχει από έλλειψη συνεργασίας στην κοινωνία και την πολιτική ζωή».
Ερχόμαστε στα πρώτα συμπεράσματα από την ελληνική οικονομική κρίση, τα οποία, κατά τον κ. Κναπ είναι ότι:
Πρώτον: Οι εξελίξεις στις μικρές οικονομίες μπορούν να έχουν μεγάλες επιπτώσεις, που σημαίνει ότι στην ΕΕ καθόμαστε πιο στενά στριμωγμένοι στην ίδια βάρκα από ότι πιστεύαμε.
Και δεύτερον: Ότι η διάσωση του ευρώ είναι μονόδρομος, αν δεν θέλουμε να καταστραφούμε μια ώρα αρχύτερα. Απ΄ αυτά, προκύπτει η ανάγκη κοινών λύσεων και πολιτικής.
Στη συνέχεια, τάσσεται ενάντια στο «τύπωμα χρήματος» και υπέρ της άμεσης προσαρμογής και της αύξηση της «ανταγωνιστικότητας» της Ευρώπης, που αποτελεί τη φιλοσοφία του Βερολίνου. Γιατί, αιτιολογεί, «δεν υπάρχει καμιά Αγία Γραφή που να λέει ότι ο Ευρωπαίος δικαιούται να ζήσει καλύτερα από τον Κινέζο».
Η ανταγωνιστικότητα είναι ο μόνος τρόπος να τα καταφέρει η Ευρώπη σ’ αυτό το παγκόσμιο γίγνεσθαι, να παίξει έναν ρόλο αύριο. «Να μη γίνουμε Αφρική», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Αλλά αυτό δυστυχώς προϋποθέτει σταδιακή μείωση του βιοτικού επιπέδου, όπως έγινε με την Ατζέντα 2010 στη Γερμανία».
Ρευστότητα από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς
Μέσα στην ΕΕ, «πιστεύει ότι πρέπει να βρεθεί μια συνισταμένη ανάμεσα στην πιο ανταγωνιστική Βόρεια Ευρώπη και στη Νότια που ταλαντεύεται αν τη συμφέρει πραγματικά το ελεύθερο εμπόριο”, λέει, αρνούμενος την εφαρμογή του προστατευτισμού ως εναλλακτικής πολιτικής.
Ερχόμενος στο “δια ταύτα”, για τη στάση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας, λέει ότι σιγά-σιγά καταλαβαίνουν στο Βερολίνο ότι η προσαρμογή αυτή δεν γίνεται αυτομάτως. Ότι το μνημόνιο είναι ένα αισιόδοξο κείμενο και δεν είναι αρκετό να σταματήσει η κυβέρνηση κάποιες σπατάλες για να διορθωθεί η κατάσταση. Χρειάζεται ένας νέος καταμερισμός εργασίας στην Ευρώπη.
Στο μεταξύ, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ρευστότητα, «οξυγόνο», που «πρέπει να παρασχεθεί, έστω προσωρινά, μέσω ευρωπαϊκών μηχανισμών». Και στη συνέχεια «ορό», δηλαδή επενδύσεις για την ανάπτυξη.
Πιστεύει ακόμη ότι το Βερολίνο είναι ανοιχτό σε λύσεις, αλλά δεν μπορεί να αναλάβει μακροχρόνιες δεσμεύσεις, επειδή και εκεί η παραγωγική βάση είναι πολύ επισφαλής.
“Η βοήθεια της Ελλάδας είναι ανάγκη για την Ευρώπη”
Όσο για τα αρνητικά γερμανικά δημοσιεύματα, που εμφανίστηκαν στην αρχή της ελληνικής κρίσης, λέει ότι ήταν μια προσπάθεια «να εξοστρακιστεί το πρόβλημα. Να δείξουν στις αγορές ότι το πρόβλημα δεν είναι όλης της Ευρώπης αλλά της Ελλάδας, λόγω της κακοδιαχείρισης». Τελικά αποδείχθηκε, ότι «η βοήθεια της Ελλάδας είναι ανάγκη για όλη την Ευρώπη».
Αποδίδει ακόμη και τις εσωτερικές πτυχές της ελληνικής κρίσης σε «ιστορικές αιτίες» και όχι σε «τερτίπια των κακομαθημένων Ελλήνων». Κι αυτό το λέει και το γράφει δημόσια στη Γερμανία: Το 1980, όταν η Ελλάδα μπήκε στην τότε ΕΟΚ και έπρεπε να κάνει την ευρωπαϊκή προσαρμογή της, έκανε το αντίθετο. Διόγκωσε τον κρατικό μηχανισμό με την είσοδο στα κοινά ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, που όμως ήταν αποκλεισμένο από την εποχή του Εμφυλίου. Η Ελλάδα απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, προκειμένου να καλύψει ένα πολιτικό κενό.
Το επόμενο πλήγμα ήταν το ’90. Όταν οι επιχειρήσεις στράφηκαν από τον Νότο στην Α. Ευρώπη. Η Ελλάδα παρουσίαζε ενδιαφέρον πλέον, μόνον ως τουριστικός προορισμός και ως καταναλωτική αγορά.
Συνοψίζει με μια δόση αυτοκριτικής για τον αιφνιδιασμό του Δυτικού Ανθρώπου, απέναντι στην αλλαγή του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας: «Η Κίνα μπορεί να παίζει πλέον σε δύο ταμπλό: Και στην ποιότητα και στη μαζική παραγωγή. Εχει και το καρπούζι και το μαχαίρι. Κι εμείς, οι Ευρωπαίοι, που πιστεύαμε ότι οι λίγο σκούροι ή αυτοί που έχουν σχιστά μάτια είναι ικανοί μόνον για βοηθητικές δουλειές, πέσαμε θύματα των ρατσιστικών μας προκαταλήψεων».