Εκτός φορολογικής υποχρέωσης αναμένεται να μείνουν πλέον χιλιάδες Έλληνες επαγγελματίες με το όριο απαλλαγής να ανεβαίνει από 10.000 ευρώ σε 20.000 ευρώ. Στόχο πλέον αποτελούν τα μεγάλα πορτοφόλια γιατρών, μηχανικών, εμπόρων και ιδιοκτητών ταξί που δηλώνουν κέρδος 9,5 ευρώ τη μέρα.
Όπως σημειώνει σε δημοσίευμά του το «Βήμα της Κυριακής», η φορολογική «μαρίδα», το πλήθος των υπόχρεων σε ΦΠΑ, βασανίζει στην κυριολεξία την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών. Εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι, μικροί επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες, με πενιχρά ακαθάριστα έσοδα και μηδενικές κατά βάση περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις, φορτώνουν με πρωτοφανές σε όγκο και βάρος διαχειριστικό κόστος τις φορολογικές αρχές.
Εκτιμάται ότι το πλήθος των υπόχρεων υποβολής δηλώσεων ΦΠΑ με ετήσια ακαθάριστα έσοδα μέχρι 20.000 ευρώ αποδίδει μόλις το 2% των εσόδων του συγκεκριμένου φόρου. Με αποτέλεσμα οι φορολογικές υπηρεσίες και αρχές να παγιδεύονται και να εξαντλούνται σε υποθέσεις σχεδόν μηδενικού αθροίσματος.
Μέχρι σήμερα επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες με ετήσια ακαθάριστα έσοδα μέχρι 10.000 ευρώ απαλλάσσονται της υποχρέωσης υποβολής δηλώσεων ΦΠΑ. Ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών Χάρης Θεοχάρης προσανατολίζεται να διπλασιάσει το όριο απαλλαγής από 10.000 σε 20.000 ευρώ έτσι ώστε να περιορίσει το απροσμέτρητο διαχειριστικό κόστος, να ελευθερώσει δυνάμεις της ΑΑΔΕ και να τις στρέψει σε φορολογικά αντικείμενα μεγάλα και ικανά να προσθέσουν σημαντικά έσοδα στο Δημόσιο Ταμείο. Σημειώνεται ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το όριο απαλλαγής υποβολής δηλώσεων ΦΠΑ είναι 30.000 ευρώ ή και πάνω από αυτό. Ο κ. Θεοχάρης πιστεύει ότι είναι καιρός οι φορολογικοί έλεγχοι να συστηματοποιηθούν, να κατευθυνθούν σε κλάδους συγκεκριμένους και να στοχεύσουν τη μεγάλη φοροδιαφυγή.
«Η πάλη με τη φορολογική μαρίδα δεν έχει νόημα, δεν φέρει αποτέλεσμα» λέει χαρακτηριστικά. Υπολογίζει ότι το κράτος χάνει περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο από διαφεύγοντες φόρους, «μαύρες» συναλλαγές και κρυμμένα εισοδήματα.
Ο ίδιος υπολογίζει ότι με ανασύνταξη και επαναπροσανατολισμό των φορολογικών ελέγχων μπορούν να ανακτηθούν σχεδόν 3 δισ. ευρώ ετησίως και έτσι να προσθέσουν άλλες δυνατότητες στα δημόσια οικονομικά, να υποστηρίξουν κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες και να επιτρέψουν την ευχερέστερη και ταχύτερη μείωση των φορολογικών συντελεστών.