Θετικές είναι οι πρώτες αντιδράσεις της αγοράς μετά τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού από 1η Απριλίου 2024.
Ωστόσο, οι παράγοντες της αγοράς ζητούν παράλληλα και στήριξη των επιχειρήσεων ζητώντας μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
«Κατώτατο μισθό αναντίστοιχο των αναγκών των εργαζομένων ανακοίνωσε η κυβέρνηση» αναφέρει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και σημειώνει ότι αυτή η αύξηση σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζει συνθήκες, στις οποίες ένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό δεν θα βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και θα έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Παράλληλα, η Συνομοσπονδία υπενθυμίζει ότι έχει λάβει απόφαση και διοργανώνει, με δράσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη σε όλη τη χώρα, Γενική Απεργία στις 17 Απριλίου 2024.
Συγκεκριμένα, η ΓΣΕΕ επισημαίνει σε ανακοίνωσή της τα εξής:
«Την ώρα που η ακρίβεια έχει γίνει θηλιά στον λαιμό των εργαζομένων, με τον πληθωρισμό να έχει εξαντλήσει τα εισοδήματά τους και την αγοραστική τους δύναμη να βρίσκεται στα τάρταρα, την ώρα που η ΓΣΕΕ έχει τεκμηριωμένα καταθέσει πρόταση για αύξηση στο 60% του διάμεσου μισθού, που είναι το κατώφλι της φτώχειας, συν την αύξηση της παραγωγικότητας και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό, την ώρα που η Ελλάδα είναι πρώτη στη συμμετοχή των επιχειρηματικών κερδών στο εθνικό εισόδημα, αλλά προτελευταία στους μισθούς των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, η κυβέρνηση ανακοινώνει κατώτατο μισθό αναντίστοιχο των αναγκών των εργαζομένων. Αυξήσεις που σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζουν συνθήκες, στις οποίες ένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό δεν θα βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και θα έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Εμείς ζητάμε ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό, ζητάμε αυξήσεις από τους εργοδότες μας για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Ζητάμε πίσω τα εργαλεία συλλογικής διαπραγμάτευσης, μέσω της επαναφοράς του θεσμικού πλαισίου των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.Η ΓΣΕΕ έχει λάβει απόφαση και διοργανώνει, με δράσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη σε όλη τη χώρα, Γενική Απεργία για τις 17 Απριλίου.
Κλιμάκια της Συνομοσπονδίας έχουν, μέχρι στιγμής, επισκεφτεί περίπου 30 πόλεις της Ελλάδας, επικοινωνώντας τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις, με στόχο τη μαζική και ενωτική συμμετοχή στην απεργία του Απριλίου. Οι εργαζόμενοι και αυτό το μήνυμα είναι σαφές: Δεν μπορούν να πορευθούν με μισθούς στα τάρταρα και με την ακρίβεια στα ύψη».
Χατζηθεοδοσίου: Ναι στην αύξηση του κατώτατου αλλά χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει
«Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τάσσεται πάντα υπέρ της αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων. Ειδικά σε αυτή την περίοδο που η ακρίβεια πιέζει ασφυκτικά τα νοικοκυριά. Οπότε είμαστε σαφώς θετικοί στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ. Εξάλλου έτσι θα στηριχθεί και η αγορά. Σε αυτό όμως που είμαστε αντίθετοι είναι στο γεγονός ότι αυτή η νέα αύξηση έρχεται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε επιπλέον βάρη.
Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, επιβαρύνονται κι άλλο σε μία χρονική στιγμή που η βιωσιμότητα τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η επιπλέον φορολόγηση, ο βραχνάς των ανεξόφλητων οφειλών.
Αν θέλουμε πραγματικά ως χώρα να δούμε επιτέλους ένα καλύτερο μέλλον, πρέπει η Πολιτεία να δει και τις ανάγκες της πολύ μικρής, της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Είναι και οι μικρομεσαίες που μπορούν να παράξουν πλούτο, να αυξήσουν τις θέσεις απασχόλησης, να στηρίξουν τα δημόσια έσοδα. Και δικαιούνται μίας καλύτερης μεταχείρισης» ανέφερε ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου
Γιώργος Γαβρήλος: Χαμηλότερος από τις ανάγκες της κοινωνίας ο κατώτατος μισθός
«Μέρες τώρα η Κυβέρνηση είχε διαφημίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, προσπαθώντας να αλλάξει την αρνητική ατζέντα που είχε διαμορφωθεί εναντίον της. Τελικά ο κύβος ερρίφθη στα 830 ευρώ μικτά, λίγο πάνω δηλαδή από τα 700, καθαρά για 600.000 εργαζόμενους, όταν το σύνολο των υπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα είναι 2,5εκ περίπου.
Η αύξηση για την οποία επαίρεται το κυβερνητικό επιτελείο κυμαίνεται περίπου στα 6,4%, με τον πληθωρισμό από το 2019 μέχρι σήμερα έχει αυξηθεί κατά 15%, την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων να είναι στο -33%, προτελευταία στην Ευρώπη των 27, και τον πληθωρισμό στα τρόφιμα να έχει ξεπεράσει το 6%.
Η σκληρή πραγματικότητα που αρνείται η Κυβέρνηση να παραδεχτεί είναι πως κάθε αύξηση που έχει ανακοινωθεί, «καταπίνεται» από το κύμα ακρίβειας και υπερτιμήσεων, αφήνοντας τα νοικοκυριά ευάλωτα στις καθημερινές ανάγκες και υποχρεώσεις και οδηγώντας ακόμη και σε απώλεια δυο κατώτατων μισθών, ανά έτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ ζητά αύξηση του κατώτατου μισθού, τουλάχιστον στα 900 ευρώ. Επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και γενναία αύξηση του μέσου μισθού, ώστε να αντιμετωπισθεί η συνεχιζόμενη φτωχοποίηση των εργαζόμενων και της κοινωνίας.
Απέναντι σε μια Κυβέρνηση που εργαλειοποιεί τα αδιέξοδα των εργαζομένων και ανακοινώνει «τσιρότα» για τα τραύματα που έχουν προκαλέσει στον κοινωνικό ιστό, οι πολιτικές της, χρειάζεται άμεσα ως απάντηση η εφαρμογή μέτρων στήριξης του κόσμου της εργασίας, ώστε να μπει ένα τέλος στην απαξίωση και στην εξαθλίωση», αναφέρει ο βουλευτής και τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ.
Κορκίδης για κατώτατο μισθό
Σε δήλωση προχώρησε και ο προέδρος των Ε.Β.Ε.Π. & Π.Ε.Σ.Α., Βασίλης Κορκίδης αναφέροντας τα παρακάτω:
«Ο κατώτατος μισθός, όπως διαμορφώνεται στα 830 ευρώ, από την 1η Απριλίου 2024, είναι αποτέλεσμα τήρησης ισορροπίας στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος ενάντια στην ακρίβεια και στη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλαισίου της οικονομίας. Η κυβέρνηση, συνεπής προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και αξιοποιώντας τη δυναμική της κυκλικότητας στην οικονομία, επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα. Κατά συνέπεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την κατανάλωση στην αγορά και, αντίστοιχα, την οικονομία. Η συνταγή για την ανάπτυξη της χώρας μας δεν έχει αλλάξει, παρά τις κρίσεις, με την κατανάλωση να πρωταγωνιστεί έναντι εξαγωγών και επενδύσεων. Συγκεκριμένα, η κατανάλωση εξακολουθεί να εισφέρει συνολικά το 88% του ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Τα στοιχεία σύνθεσης του ΑΕΠ δείχνουν ότι, και το 2024, το στοίχημα της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,9% θα κριθεί από την κατανάλωση, ιδίως των νοικοκυριών και, δευτερευόντως, του Δημοσίου, το οποίο, υπό την πίεση της παραγωγής υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, είναι υποχρεωμένο να κινηθεί από το 20% του 2023 κάτω του 18% το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια.
Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε το 2023 στο 68% του ΑΕΠ, με την αναλογία αυτή να διατηρείται στην ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες. Η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ κάθε χρόνο εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, αλλά και από την πορεία των τιμών, πέραν βεβαίως του τουρισμού που επίσης επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Η υψηλότερη αναλογία της κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια, σημειώθηκε το 2020 στο 93%, λόγω της μεγάλης ύφεσης εξαιτίας της πανδημίας. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση, ότι θα ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε, ότι η παραγωγικότητα στην εργασία είναι στοιχείο που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, άρα και δικαιολογεί, τόσο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης. Το βέβαιο είναι πως οι μικρότεροι, αλλά και μεγαλύτεροι εργοδότες δεν προσέγγισαν ποτέ φοβικά τις αυξήσεις των αμοιβών των εργαζόμενων τους, όταν αυτές ήταν λελογισμένες.
Άλλωστε, η διαδικασία αύξησης των κατώτατων αμοιβών και των 19 συνδεδεμένων επιδομάτων, δεν βρήκε αντιρρήσεις από τους μικρότερους και μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, αφού οι επιχειρήσεις “βάζουν το χέρι στην τσέπη”, προκειμένου να καλύψουν, αφενός κενές θέσεις εργασίας και, αφετέρου, να κρατήσουν στη χώρα τις αναγκαίες δεξιότητες που είναι δυσεύρετες. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα είναι μια κλασική περίπτωση όπου “άλλος κερνάει, άλλος πίνει και άλλος πληρώνει”. Όμως, κατά την άποψή μου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι μικρομεσαίοι εργοδότες, θεωρούν δίκαιη τη μηνιαία αύξηση των 50 ευρώ, των 83 ευρώ του επιδόματος γάμου και του 10% για κάθε τριετία.
Σύμφωνα, μάλιστα, με την Eurostat, η Ελλάδα έκλεισε το 2023 με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ και καλείται, το 2024, όχι μόνο να σταματήσει να αποκλίνει, αλλά να αρχίσει να συγκλίνει μισθολογικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ορθώς λοιπόν, η κυβέρνηση αποφάσισε το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, καλώς οι εργαζόμενοι επωφελούνται και δικαίως οι εργοδότες πληρώνουμε, αφού μόνο έτσι θα ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα σε μια τριετή περίοδο ακρίβειας, ώστε να διατηρηθεί η “ροπή κατανάλωσης” στην αγορά.»
Ελληνική Λυση: Η δήθεν αύξηση του κατώτατου μισθού εξαφανίζεται από την ακριβεια
Και ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος, αντέδρασε στην ανακοίνωση του πρωθυπουργού για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
“Ο πρωθυπουργός επαίρεται για την δήθεν αύξηση του κατώτατου μισθού. Να του πούμε λοιπόν ότι αυτός ο κατώτατος μισθός για τον οποίο επαίρεται ο ίδιος σε λίγες μέρες, μία, δύο, τρεις μέρες, εξαφανίζεται από την ακρίβεια.
Άρα λοιπόν η μόνη λύση για να τελειώσει αυτή η ιστορία, η αποτυχημένη πολιτική της ΝΔ, που είναι υπηρέτες των ολιγαρχών και των καπιταλιστών είναι να εξαφανιστεί αυτή η κυβερνητική πολιτική”.
Πρόεδρος ΕΒΕΑ: Αναγκαίο μέτρο διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, το οποίο θα έχει θετικό αντίκτυπο και στην αγορά
Η Πρόεδρος του ΕΒΕΑ, κα Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, με αφορμή την αύξηση του κατώτατου μισθού δήλωσε:
«Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ένα αναγκαίο μέτρο διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, το οποίο θα έχει θετικό αντίκτυπο και στην αγορά, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα.
Η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων σαφώς παραμένει στόχος προτεραιότητας για την Πολιτεία.
Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αγωνίζονται να παραμείνουν ανταγωνιστικές και βιώσιμες, σε ένα απαιτητικό περιβάλλον.
Χρειάζεται γι’ αυτό να συνδυαστεί με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας, μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, δημιουργία κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών.
Η σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σε διάλογο με την αγορά και σε συνάρτηση με τις δυνατότητες των μικρομεσαίων ειδικά επιχειρήσεων, είναι απαραίτητη. Παραμένει, όμως, διαρκής η ανάγκη για μια οικονομία περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική, ικανή να υποστηρίζει περισσότερες αλλά και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας».