«Διπρόσωπο» έτος για το επιχειρείν το 2023

Η συνεχής άνοδος των κλάδων της «νέας οικονομίας» εκτιμάται ότι θ’ αφήσει βαθύτερο αποτύπωμα τα επόμενα χρόνια

Τι αναφέρει η πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας

Το 2023 είναι, σε πρώτη ματιά, ένα έτος με υγιή άνοδο επιχειρηματικών πωλήσεων (+3,6% σε αποπληθωρισμένους όρους). Ωστόσο, στην πραγματικότητα, σύμφωνα με νεότερη ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ) για τις τάσεις του επιχειρείν, υπήρξε μια χρονιά με δύο πρόσωπα: το 1ο εξάμηνο είχε ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς αύξησης (+6,5% σε ετήσια βάση), ενώ το 2ο εξάμηνο κινήθηκε σε πιο αναιμικές επιδόσεις (+1,3%), εξέλιξη που συμβαδίζει με τη σταδιακή κάμψη της δυναμικής των επενδύσεων και της απασχόλησης. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελλάδα κατάφερε να κλείσει το 2023 με άνοδο του μεριδίου της στο ευρωπαϊκό επιχειρείν (1,12%, από 1,09% στα τέλη 2022), καθώς η πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. αντιμετώπισε μεγαλύτερης έντασης συσταλτικές πιέσεις.

Εστιάζοντας στο 4ο τρίμηνο του 2023, η επίδοση του +2,2% κρύβει έναν δυνατό Οκτώβριο (+6,1%), εν μέρει ως αναπλήρωση δραστηριότητας εξαιτίας των κλιματικών φαινομένων Αυγούστου – Σεπτεμβρίου, ακολουθούμενο από ένα αδύναμο δίμηνο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου (+0,4%). Η ανομοιογένεια στις επιδόσεις του τριμήνου αυτού ήταν ακόμα πιο έντονη σε διάσταση κλάδων. Συγκεκριμένα, διακρίνονται κλαδικές επιδόσεις τριών ταχυτήτων:

Κατασκευές, βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και υπηρεσίες κινήθηκαν ανοδικά, με τις ΙΤ υπηρεσίες να ξεχωρίζουν θετικότερα (+20%). 

Χονδρικό εμπόριο και λοιπή βιομηχανία κινήθηκαν σταθεροποιητικά, δείχνοντας ότι προσπαθούν να ισορροπήσουν υπό την πίεση της αδύναμης εξωτερικής ζήτησης. 

Το λιανικό εμπόριο κινήθηκε πτωτικά σε όλη τη διάρκεια του 2023, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό την πίεση στη ζήτηση από τις συνεχώς ανοδικές τιμές. 

Εξετάζοντας τις προοπτικές για το 2024, η ΕΤΕ εκτιμά ότι ο επιχειρηματικός τομέας έχει τη δυναμική να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% σε αποπληθωρισμένους όρους, αντανακλώντας τη σταδιακά ισχυρότερη ευρωπαϊκή ζήτηση. Πράγματι, οι πρώτες ενδείξεις για το νέο έτος -από τις επιδόσεις Ιανουαρίου για τις μεγάλες επιχειρήσεις (+3,6%)- επιβεβαιώνουν την τάση ανάκαμψης σε επίπεδα υψηλότερα του αδύναμου 2ου εξαμήνου του 2023.

Έτος προκλήσεων

Ωστόσο, το 2024 θα είναι επίσης ένα έτος προκλήσεων, καθώς το διεθνές περιβάλλον συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλή αβεβαιότητα, με τις γεωπολιτικές πιέσεις να δημιουργούν συνεχώς εστίες οικονομικών τριγμών (όπως η μείωση των διελεύσεων από το Σουέζ κατά 40% το πρώτο τρίμηνο του έτους). Παράλληλα, οι επιχειρήσεις καλούνται να διαχειριστούν φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, επιδρώντας στην οικονομία σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

Κοιτάζοντας σε πιο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και πέρα από τους συγκυριακούς κλυδωνισμούς, το στοιχείο που ξεχωρίζει στο ελληνικό επιχειρείν και εκτιμάται ότι θα αφήσει το βαθύτερο αποτύπωμα τα επόμενα χρόνια είναι η συνεχής άνοδος των κλάδων της «νέας οικονομίας», καλύπτοντας τομείς από το ΙΤ μέχρι τη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και το R&D. Ηδη, το μερίδιο αυτής στις πωλήσεις του επιχειρηματικού τομέα έχει ανέλθει στο 10,9% το 2023, από 7,6% το 2019.

Σημειώνεται ενδεικτικά ότι το 2023 πέτυχε τριπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από τον λοιπό επιχειρηματικό τομέα (11,2%, έναντι 2,8%). Συνεχίζοντας την τάση ανάπτυξης των τελευταίων ετών, το μερίδιο της «νέας οικονομίας» έχει τα εχέγγυα να φτάσει το 20% μέχρι το 2030. Με τις έμμεσες θετικές επιδράσεις να διαχέονται στο σύνολο των κλάδων, η διαμόρφωση αυτού του νέου πρότυπου επιχειρηματικής οικονομίας στην Ελλάδα αποτελεί το υπέρτατο στοίχημα.

Ανάλυση Eurobank

 Αναγκαία η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας

Τα αποτελεσματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας

Η εγχώρια δημοσιονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο των οποίων ελήφθη πλήθος δημοσιονομικών μέτρων που οδήγησαν σε σημαντική μείωση των διαχρονικά υψηλών δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών), αλλά προκάλεσαν σημαντική συρρίκνωση στο ΑΕΠ και μεγάλη αύξηση στο ποσοστό ανεργίας. 

Το τελευταίο από μόλις 7,8% το 2008 ανήλθε κατά σχεδόν 20 π.μ. εντός μίας πενταετίας, δηλαδή στο 27,5% το 2013. Εκτοτε, σύμφωνα με τη νεότερη ανάλυση της Eurobank, περιορίζεται (αν και με βραδύτερο ρυθμό, συγκριτικά με την αύξησή του), με αποτέλεσμα το 2023 να κατέλθει στο 11,1%.

Η συγκεκριμένη μείωση προήλθε από κυκλικούς λόγους και επιβραδύνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς η οικονομία «κλείνει» το παραγωγικό της κενό. Για την περαιτέρω μείωση της ανεργίας, όμως, είναι αναγκαία η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας, η οποία υφίσταται όταν σε μία οικονομία υπάρχουν ταυτόχρονα άνεργοι και κενές θέσεις εργασίας οι οποίες δεν καλύπτονται. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αναντιστοιχία ανάμεσα στα προσόντα που έχουν οι άνεργοι και τα προσόντα που απαιτεί η αγορά εργασίας.

Από την ανάλυση προκύπτει ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι σαφώς λιγότερο αποτελεσματική συγκριτικά με την ευρωζώνη. Διαχρονικά το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα συνδυάζεται με χαμηλό αριθμό κενών θέσεων εργασίας, επομένως οι άνεργοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία.

Παράλληλα, η Ελλάδα παρουσιάζει συστηματικά υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και λιγότερες κενές θέσεις εργασίας συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ κόστους εργασίας και δείκτη κορεσμού, προκύπτει εντονότερη θετική συσχέτιση στην περίπτωση της ευρωζώνης σε σύγκριση με την Ελλάδα. Η ασθενέστερη θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών στην περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί ένδειξη ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων που ζητάει η αγορά εργασίας και των προσόντων που έχουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι. Ακόμα και όταν οι εργοδότες αυξάνουν τους μισθούς προκειμένου να προσελκύσουν εργαζομένους, οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα δεν μειώνονται εύκολα.

Κατά συνέπεια, υπάρχουν ενδείξεις για δομικές αναντιστοιχίες μεταξύ και προσφοράς και ζήτησης εργασίας, οι οποίες δεν μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα, αφού η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη το απαραίτητο τεχνολογικό υπόβαθρο, ώστε να προσαρμόζεται γρήγορα στις εξελίξεις της αγοράς εργασίας. Προκειμένου να μειωθεί ταχύτερα το ποσοστό ανεργίας και να αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία σταθερά και μακροχρόνια, χρειάζεται ένας συνδυασμός επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς -με έμφαση σε εκείνους που ενσωματώνουν περισσότερο γνώση και τεχνολογία- και ύπαρξης ανθρώπινου δυναμικού με υψηλές δεξιότητες και γνώσεις.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ