Τον προσδιορισμό επαρκών κατώτατων μισθών στα κράτη-μέλη φέρνει ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ.
Το πλαίσιο αυτό αναμένεται να επηρεάσει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις πολιτικές απασχόλησης και θεσπίζεται από την Οδηγία 2041/2022. Τι νέες αλλαγές στον κατώτατο μισθό μέσω της νέας κοινοτικής οδηγίας παρουσίασε ο γενικός γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Νίκος Μηλαπίδης, σε συνέδριο για τις σύγχρονες εργασιακές σχέσεις.
Ειδικότερα, η ενσωμάτωση κοινοτικής οδηγίας διαθέτει πρόδηλο κοινωνικό πρόσημο και σκοπεύει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο για τον καθορισμό επαρκούς επιπέδου κατώτατων μισθών σε συνδυασμό με την παράλληλη προώθηση του κοινωνικού διαλόγου και τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, στο πλαίσιο υλοποίησης του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα.
Ο κ. Μηλαπίδης ανέφερε ότι «για τα κράτη-μέλη που ακολουθούν το σύστημα του νομοθετικού καθορισμού του κατώτατου μισθού, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το βασικό μέσο για την επίτευξη επαρκούς επιπέδου κατώτατων μισθών είναι η θέσπιση εθνικών κριτηρίων για τον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών».
Επιπλέον, σημείωσε: «Στο πλαίσιο αυτό, κάθε χώρα είναι ελεύθερη να επιλέξει τον αριθμό και τη βαρύτητα των κριτηρίων που θα χρησιμοποιήσει, αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει κατ’ ελάχιστον υπόψη τα εξής: την αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών, το γενικό επίπεδο των ακαθάριστων μισθών και την κατανομή τους, τον ρυθμό αύξησης των ακαθάριστων μισθών και τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Η Ελλάδα ανήκει στις 22 χώρες που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό. Μόνο σε πέντε κράτη-μέλη της ΕΕ (Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Ιταλία και Σουηδία) ο κατώτατος μισθός καθορίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Πέραν από τη θέσπιση εθνικών κριτηρίων, η οδηγία προβλέπει επίσης:
την προώθηση συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών,
την τακτική επικαιροποίηση του ύψους των κατώτατων μισθών, ώστε να διασφαλίζεται η επάρκειά τους,
την ενεργό συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών,
τις κυρώσεις για τους εργοδότες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης,
την ετήσια υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή με στοιχεία για την παρακολούθηση της κάλυψης από κατώτατους μισθούς και της επάρκειας αυτών».
Παράλληλα, ο ο γενικός γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπογράμμισε ότι, λόγω της υφιστάμενης σύγχρονης εθνικής νομοθεσίας για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, η οδηγία σίγουρα εμπλουτίζει το πλαίσιο, αλλά δεν αναμένεται να επιφέρει στην Ελλάδα εμβληματικές αλλαγές στον τρόπο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού, όταν υιοθετηθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο, μέχρι τα τέλη του έτους.
Οι προκλήσεις για την αγορά εργασίας και την οικονομία
Τέλος ο κ. Μηλαπίδης, αναφερόμενος στους στρατηγικούς στόχους του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σημείωσε τα εξής: «Για το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει ο κατώτατος μισθός στην προστασία του βιοτικού επιπέδου των ευάλωτων εργαζομένων. Ωστόσο, η φιλοδοξία της κυβέρνησης δεν σταματά και δεν πρέπει να σταματά στη διασφάλιση επαρκών κατώτατων μισθών.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί ένα μόνο εργαλείο οικονομικής πολιτικής που επηρεάζει τη λειτουργία της εργασίας και της οικονομίας. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αυξάνεται η απασχόληση, να αυξάνεται το εργατικό δυναμικό και οι θέσεις εργασίας, στις οποίες η ίδια η αγορά προσφέρει αμοιβές πολύ πιο πάνω από τον κατώτατο μισθό.
Αυτό θα συμβεί αφενός μεν, μόνο αν δουλέψουμε, προκειμένου οι επιχειρήσεις να γίνουν πιο παραγωγικές και ανταγωνιστικές, αφετέρου δε, μέσα από επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και στροφή σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας παράλληλα με την ανάπτυξη σύγχρονων δεξιοτήτων.
Η μείωση της αναντιστοιχίας μεταξύ των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και των αναγκών ενός διαφορετικού παραγωγικού μοντέλου θα αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της οργάνωσης και της διαχειριστικής επάρκειας των επιχειρήσεων».