Αναπτυξιακό πλάνο αναζητούν τα Βιοτεχνικά Επιμελητήρια της χώρας, εκπέμποντας συγχρόνως σήμα κινδύνου, για το μέλλον της μεταποίησης, μέσω ψηφίσματος που συνυπέγραψαν το προηγούμενο Σάββατο, μετά από σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στον Βόλο.
Στη συνάντηση συμμετείχαν οι πρόεδροι του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας Παύλος Ραβάνης, του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά Ανδριανός Μιχάλαρος, του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Παπαδόπουλος, του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Ροδόπης Αργύριος Αργυρόπουλος, ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Μαγνησίας Αριστοτέλης Μπασδάνης, καθώς και μέλη των διοικητικών επιτροπών των πέντε επιμελητηρίων.
Ενδεικτικό στοιχείο για τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει ο βιοτεχνικός κόσμος είναι το γεγονός ότι τους πρώτους έξι μήνες του έτους μόνο σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη ρολά κατέβασαν 2.777 επιχειρήσεις του χώρου, ενώ εγγραφή έκαναν 1.480 επιχειρήσεις.
Ένα χρόνο νωρίτερα σύμφωνα με τα μητρώα των τριών επιμελητηρίων την ενεργό δράση αποχαιρέτησαν 3.355 βιοτεχνίες, ενώ έναρξη έκαναν 2.026. Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι παρά τη συρρίκνωση των διαγραφών, κατά 17,2%, η αιμορραγία στη βιοτεχνική κοινότητα συνεχίζεται, ενώ η απροθυμία για ενασχόληση με το επιχειρείν αυξάνεται χρόνο με το χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους και του 2013 οι εγγραφές μειώθηκαν κατά 26,9%.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Ροδόπης το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους εγγραφή έκαναν 137 επιχειρήσεις με αντίστοιχο αριθμό διαγραφών (137). Το πρώτο εξάμηνο του 2013 139 επιχειρήσεις μπήκαν στον επαγγελματικό στίβο, ενώ σε διακοπή λειτουργίας προχώρησαν 424 επιχειρήσεις.
Το ψήφισμα
Όπως αναφέρεται στο σχετικό ψήφισμα που απεστάλη στο υπουργείο Ανάπτυξης «ο παραγωγικός κόσμος και δη ο βιοτεχνικός, επί μακρόν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην πολιτεία, διά μέσου των επιμελητηρίων, για το δυσοίωνο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί αναφορικά με τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Η μεταποίηση βουλιάζει χωρίς όμως να λαμβάνονται μέτρα, ενώ η ελληνική βιοτεχνία κινδυνεύει με πλήρη αφανισμό. Η ουσιαστική ενασχόληση, και όχι τα ευχολόγια για τη μεταποίηση πρέπει να γίνουν ουσιαστική προτεραιότητα της πολιτείας που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζει τους επιχειρηματίες, ως τα μόνιμα υποζύγια, για τη εύρεση εσόδων.
Απαιτείται η εφαρμογή ενός σύγχρονου αναπτυξιακού πλάνου για τη μεταποίηση της χώρας, το οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για την επίτευξη μιας βιώσιμης αναπτυξιακής δυναμικής όχι μόνο για την ίδια τη μεταποίηση, αλλά και για την οικονομία συνολικότερα».
«Δυστυχώς το μόνο που αναπτύσσεται, μετά από τέσσερα χρόνια οικονομικής κρίσης, είναι ο ρυθμός των λουκέτων των επιχειρήσεων που αυξάνεται με μαθηματική ακρίβεια ελέω της φορολογικής λαίλαπας, της υπέρμετρης λιτότητας, της ελλιπούς και συνήθως ανύπαρκτης πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό, με βιώσιμο κόστος. Το μέλλον, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, που θα προσφέρουν απτά αποτελέσματα, δυστυχώς φαντάζει ζοφερό. Οι επιχειρήσεις και δη οι μικρομεσαίες βρίσκονται σε μία διαρκή “κατάσταση πολιορκίας” από οφειλές και χρέη κάθε μορφής (προς ιδιωτικό και δημόσιο τομέα) που τις οδηγεί στα όριά τους.
Την ίδια ώρα η συσσώρευση πολλών και συχνά αντιφατικών, φορολογικών νόμων, υπουργικών αποφάσεων, υπηρεσιακών εγκυκλίων έχει καταστήσει ομιχλώδες το φορολογικό τοπίο για κάθε επιχείρηση, με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστό το ακριβές νομικό πλαίσιο των υποχρεώσεων κάθε επιχειρηματικού φορέα, αλλά να εξαρτάται από την οποιαδήποτε ερμηνεία της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας» συνεχίζει το ψήφισμα.
Όπως αναφέρεται στο ψήφισμα αυτό που ζητούν τα επιμελητήρια είναι «ένα νέο απλό, λειτουργικό, αποτελεσματικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, που δεν θα εστιάζει σε εισπρακτικές ρυθμίσεις, που στηρίζονται σε άδικες κρίσεις και συχνά δημιουργούν πλαίσιο προσβολής της επιχειρηματικότητας».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην επικείμενη κατάργηση της υποχρεωτικής εγγραφής στα επιμελητήρια, από το 2015, «μιας ρύθμισης», που όπως επισημαίνεται στο ψήφισμα, «όχι μόνο στερείται επαρκούς αιτιολόγησης, αλλά και σχεδιασμού για το ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση. Τα επιμελητήρια, που με τόση ευκολία στοχοποιήθηκαν προσφέρουν υπηρεσίες (επιχειρηματική πληροφόρηση, συμβουλευτική υποστήριξη, δικτύωση, στήριξη της εξωστρέφειας κτλ.) που είναι πολλαπλάσιας αξίας από τις συνδρομές που καταβάλλουν τα μέλη τους».
«Θα είναι τραγικό λάθος να προχωρήσει η κυβέρνηση στην εφαρμογή μιας ρύθμισης, η οποία θα σημάνει το θάνατο ενός θεσμού που έχει αποδείξει την αποδοτικότητα και τη χρησιμότητά του και πρωτίστως δεν επιδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Είναι επομένως ανάγκη να υπάρξει άμεσα απόσυρση, της συγκεκριμένης πράξης νομοθετικού περιεχομένου», σημειώνεται.
Μάλιστα οι εκπρόσωποι των επιμελητηρίων, που ανανέωσαν το ραντεβού τους για το Σεπτέμβριο, την περίοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, επισημαίνουν ότι «εφόσον η Πολιτεία επιδείξει ειλικρινή διάθεση να στοχεύσει προς τις παραπάνω κατευθύνσεις, τα Επιμελητήρια είναι πρόθυμα να συνδράμουν με τον πλέον ουσιαστικό τρόπο».
Όραμα για την επιχειρηματικότητα
Την ανάγκη αλλαγής της οικονομικής πολιτικής για να μπορέσει το επιχειρείν να ελπίζει επισήμανε ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Παπαδόπουλος. «Αν θέλουμε να γυρίσουμε σελίδα, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα πρέπει να γίνει ουσιαστική προτεραιότητα της πολιτείας.
Δυστυχώς έως σήμερα η πολιτεία αντιμετωπίζει τους επιχειρηματίες, ως τα μόνιμα υποζύγια, για την εύρεση εσόδων» σημείωσε ο πρόεδρος του ΒΕΘ, υπογραμμίζοντας: «Σε μια εποχή που η χώρα χρειάζεται άμεσα νέες επενδύσεις και θέσεις εργασίας, η πολιτεία οφείλει να παρέχει ένα βιώσιμο, σταθερό και ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, με ανταγωνιστικούς συντελεστές, με μικρό διαχειριστικό κόστος και με συγκεκριμένα κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων σε τομείς και κλάδους στρατηγικής σημασίας».
Ιδιαίτερη αναφορά κατά την τοποθέτηση του έκανε ο κ. Παπαδόπουλος και στο μέλλον του επιμελητηριακού θεσμού, λέγοντας: «τα επιμελητήρια οφείλουν να έχουν ρόλο και λόγο, σε μια περίοδο όπου κρίνεται το μέλλον της επιχειρηματικότητας και συνολικά της ελληνικής οικονομίας. Είναι ο θεσμός που γνωρίζει άμεσα τις ανάγκες και τα προβλήματα της αγοράς, μπορεί να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις και μπορεί να παρέχει ουσιαστικές υπηρεσίες για τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας».
«Για να υφίστανται τα επιμελητήρια πρέπει να υφίστανται και οι επιχειρήσεις» είπε χαρακτηριστικά, από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Παύλος Ραβάνη,ς υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να δημιουργηθεί το κατάλληλο όραμα για την επιχειρηματικότητα, το οποίο θα πρέπει να υλοποιήσει η πολιτεία. Ζητούμενα για τον πρόεδρο του ΒΕΑ είναι η δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος, δίκαιου φορολογικού συστήματος, η ενίσχυση της ρευστότητας, η έμφαση στην εκπαίδευση και την καινοτομία και η επένδυση στην εξωστρέφεια.
«Θεωρούμε τραγικό να πρέπει να πείσουμε για το αυτονόητο. Η μεταποίηση θα πρέπει να τεθεί επιτέλους στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής με πράξεις και όχι μόνο στα λόγια» υπογράμμισε του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, Ανδριανός Μιχάλαρος, επισημαίνοντας ότι ο επιμελητηριακός θεσμός, είναι, περισσότερο από ποτέ, απαραίτητος. «Αποτελούμε τη φωνή των επιχειρηματιών, παρέχοντας τους μία σειρά υπηρεσιών. Στερώντας μας τους πόρους, με την κατάργηση της υποχρεωτικής εγγραφής, οδηγούμαστε σε βέβαιο λουκέτο», ανέφερε ο κ. Μιχάλαρος.
Δυσοίωνο βλέπει το μέλλον της βιοτεχνίας ο πρόεδρος του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Ροδόπης, Αργύριος Αργυρόπουλος, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα ανακούφισης. «Απαιτούνται άμεσα μέτρα, διαφορετικά οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε αύξηση των επιχειρήσεων που θα βάλουν λουκέτο. Το φορολογικό περιβάλλον πρέπει να γίνει δικαιότερο, το ασφαλιστικό να μπει σε νέες βάσεις, η ρευστότητα να ενισχυθεί», σημείωσε ο κ. Αργυρόπουλος.