Σημαντική άνοδο εμφάνισε η αξία των ελληνικών εξαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2013, με τη συνολική αύξηση να σχηματίζεται σε 56%, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου έφτασε στο 11,7%, όπως επισημαίνεται σε πρόσφατη μελέτη της Infobank Hellastat Α.Ε.
Ωστόσο, το 2013 καταγράφηκε οριακή πτώση στα 27,54 δισ. ευρώ, για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια, σε σχέση με το ιστορικά υψηλό επίπεδο του προηγούμενου έτους, καθώς αρκετές χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει εμπορική συνεργασία υπέστησαν σημαντική ύφεση στην οικονομία τους.
Σύμφωνα με Infobank Hellastat, η ανοδική πορεία των τελευταίων ετών αποδίδεται σε παραμέτρους όπως η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας έως τα μέσα του 2011, η επέκταση της ελληνικής παρουσίας σε τρίτες χώρες και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους μετά το 2010.
Οι εξαγωγές σε τρίτες χώρες διαμορφώθηκαν σε 14,76 δισ. ευρώ, σημειώνοντας κάμψη 4,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αντιθέτως, οι εξαγωγές στην Ε.Ε. ανήλθαν σε 12,79 δισ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 4,9% έναντι του 2012, μετά την πρόσκαιρη πτώση του προηγούμενου έτους. Πλέον, οι αγορές εκτός Ε.Ε. απορροφούν το 53,6% του συνόλου των εξαγωγών, ποσοστό που ήταν αρκετά μικρότερο πριν από 4 χρόνια (42,2%). Αντιθέτως, η συμμετοχή των χωρών της Ε.Ε. στη διάρθρωση των εξαγωγών περιορίζεται, από 57,8% το 2009 σε 46,4% το 2013.
Ακόμα, διαπιστώνεται σημαντική ενίσχυση των εξαγωγών προς την Τουρκία. Το 2013 οι εξαγωγές προς τη γειτονική χώρα διαμορφώθηκαν σε 3,2 δισ. ευρώ, έχοντας αυξηθεί κατά 8,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το μέγεθος αυτό αντιστοιχεί στο 11,6% του συνόλου. Η πρώτη πεντάδα συμπληρώνεται από την Ιταλία (8,9%), τη Γερμανία (6,5%), τη Βουλγαρία (5,3%) και την Κύπρο (4,4%).
Αναφορικά με τη διάρθρωση ανά κατηγορία προϊόντων, οι εξαγωγές ορυκτών καυσίμων το 2013 διαμορφώθηκαν σε 10,89 δισ. (39,5% του συνόλου), σημειώνοντας άνοδο 2,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και συνολική αύξηση 208% έναντι του 2009, λόγω της ανόδου τόσο των τιμών του πετρελαίου, όσο και της εξαγόμενης ποσότητας. Οι εξαγωγές αλουμινίου αποτέλεσαν το 4,3%, ενώ ακολούθησαν τα φαρμακευτικά προϊόντα (3,8%).
Επίσης, διαπιστώνεται σημαντική συνεισφορά του αγροτικού τομέα, καθώς αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή καταλαμβάνει το 29% του συνόλου. Εξάλλου, τα περισσότερα από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας προέρχονται από το γεωργικό τομέα.
Η ανάπτυξη της εξαγωγικής δράσης την τελευταία τετραετία βασίστηκε στον προσανατολισμό σε εκτός Ε.Ε. αγορές, καθώς στις χώρες αυτές τα ελληνικά προϊόντα βρίσκουν πολύ μεγαλύτερο περιθώριο για διείσδυση. Έτσι, τα δύο τελευταία χρόνια εκτός Ε.Ε. κατευθύνεται ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της αξίας των εξαγωγών. Ωστόσο, το 2013 η κάμψη των εξωκοινοτικών εξαγωγών προκάλεσε στασιμότητα στη συνολική επίδοση, τάση που εντάθηκε το πρώτο τετράμηνο του τρέχοντος έτους.
Σύμφωνα με έρευνα μεταξύ των μελών του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), οι κυριότεροι δυσμενείς παράγοντες που επηρεάζουν το σύνολο του εξαγωγικού εμπορίου της Ελλάδας αποτελούν η έλλειψη ρευστότητας για νέες επενδύσεις (64%), η έλλειψη εμπιστοσύνης των εμπορικών εταίρων προς τη χώρα μας (18%), η γενικότερη έλλειψη τεχνογνωσίας (9%) και η γραφειοκρατία (9%).
«Η εξωστρέφεια (εκφραζόμενη από το σύνολο των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών) αποτελεί σχεδόν το 30% του ΑΕΠ, δείχνοντας ότι μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την αναστροφή του αρνητικού οικονομικού κλίματος των προηγούμενων ετών», σχολίασε ο Χρυσόστομος Κάτσης, διευθύνων σύμβουλος της Infobank Hellastat.
Πρόσθεσε, πάντως, πως «η συνεισφορά της στη διαμόρφωση του προϊόντος της ελληνικής οικονομίας είναι ακόμα η χαμηλότερη σε σχέση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, γεγονός που υποδεικνύει ότι η Ελλάδα πρέπει ακόμα να διανύσει αρκετό δρόμο έως ότου φτάσει στο σημείο να κατέχει μια πραγματικά ισχυρή εξαγωγική επίδοση. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει πρώτιστο μέλημα να αποτελέσει η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, η οποία την τελευταία πενταετία υπέστη σημαντικό πλήγμα από την ύφεση».