Η χρονιά που μας πέρασε σημαδεύτηκε από την αποφασιστική στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, με στόχο την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Εκλογικές ανατροπές και γεωπολιτικές εντάσεις: Οι εκλογές του 2024, με τη συμμετοχή δισεκατομμυρίων ψηφοφόρων παγκοσμίως, έφεραν στο προσκήνιο νέους ηγέτες και άλλαξαν το ισοζύριο δυνάμεων σε πολλές χώρες. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ειδικότερα, προκάλεσε σεισμό στις διεθνείς σχέσεις και ενέτεινε τις γεωοικονομικές αβεβαιότητες.
Η Κίνα και οι ΗΠΑ: Δύο οικονομικοί γίγαντες σε αντιπαράθεση: Ενώ η Κίνα προσπάθησε να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών με νέα οικονομικά κίνητρα, οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις συνέπειες μιας πιο προστατευτικής εμπορικής πολιτικής.
Προοπτικές για το 2025: Παρά τις προκλήσεις, οι εκτιμήσεις για το 2025 είναι σχετικά αισιόδοξες. Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να διαδραματίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ωστόσο, η Ευρωζώνη αναμένεται να σημειώσει πιο αργούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ερωτήματα για το μέλλον: Σε αυτό το πλαίσιο, ανακύπτουν κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ποιες είναι οι προτεραιότητες της Ευρώπης σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας; Πώς μπορεί η Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτει ο παγκόσμιος ανταγωνισμός;
Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής
Μία από τις προτεραιότητες είναι η συνέχιση της χαλάρωσης της νομισματικής της πολιτικής και η επαναφορά του πληθωρισμού πλησίον του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). H Ισαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στο συμπόσιο CEPR Paris 2024 που διοργανώθηκε από την Τράπεζα της Γαλλίας (Ομιλία «Navigating towards neutral», 16 Δεκεμβρίου 2024) υποστήριξε ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή.
Μετά και την πρόσφατη μείωση των τριών βασικών επιτοκίων κατά επιπλέον 25 μονάδες βάσης, το επιτόκιο της διευκόλυνσης καταθέσεων είναι πλέον στο 3%. Μόλις αποκατασταθεί η σταθερότητα των τιμών, οι προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική θα περιοριστούν, αφού ακόμα και μέτριες αποκλίσεις από τον στόχο μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα από την ΕΚΤ, αποφεύγοντας περιττή επιβάρυνση στην αγορά εργασίας και στην οικονομική δραστηριότητα γενικότερα.
Πάντως, ενόψει της πιθανής ισχνής ανάπτυξης της ΖτΕ και την απειλή των αμερικανικών δασμών, η ΕΚΤ αναμένεται να επιταχύνει τις μειώσεις επιτοκίων που ξεκίνησε το 2024, προβαίνοντας σε περισσότερες μειώσεις από τη Fed, ώστε να επιτύχει τον στόχο του 2%, έως το τέλος του 202.
Οι εμπορικές διενέξεις ΗΠΑ-Κίνας
Η όξυνση της εμπορικής διαμάχης των ΗΠΑ με την Κίνα δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την ευρωπαϊκή οικονομία και, ως εκ τούτου, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Η Ευρώπη θα βρεθεί μεταξύ των ΗΠΑ, που είναι πιθανό να επιβάλουν δασμούς, και της Κίνας, που επιχειρεί να στρέψει τα εμπορικά της πλεονάσματα προς στην Ευρώπη.
Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs σε πρόσφατη έκθεση («Global economy is forecast to grow solidly in 2025 despite trade uncertainty», Νοέμβριος 2024) υποστηρίζουν ότι οι αλλαγές στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσαν να αφαιρέσουν 0,5 ποσοστιαίες μονάδες από το ΑΕΠ της ΖτΕ το 2025, ωστόσο όλα θα εξαρτηθούν από το ύψος των ενδεχόμενων αυξήσεων στους εμπορικούς δασμούς.
Το μέτωπο στην Ουκρανία
Στο γεωπολιτικό μέτωπο, η Ευρώπη θα πρέπει, επίσης, να οργανωθεί χωρίς τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα διακόψει τη βοήθεια προς την Ουκρανία, πιέζοντας την ίδια να κάνει μία συμφωνία με την Ρωσία. Προφανώς, η επικράτηση Τραμπ θα έχει ευρύτερες επιπτώσεις -εκτός από την οικονομία- στην άμυνα και τη μετανάστευση.
Η πολιτική του «Πρώτα η Αμερική» («Make America Great Again») θα αμφισβητήσει τη σταθερότητα των συμμαχιών των ΗΠΑ και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις και αυξημένες εντάσεις.
Οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης
Εντός της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη αφενός μεν, με μία ανοδική τροχιά του δημόσιου χρέους που αναμένεται να σταθεροποιηθεί στο 120% του ΑΕΠ, αφετέρου δε, με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό θα μπορούσε να επιβαρύνει τις προοπτικές της πιστοληπτικής της αξιολόγησης, ενώ προβλέπεται χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 0,9%, το 2025, από 1,1%, το 2024 (Προβλέψεις ΟΟΣΑ, Δεκέμβριος 2024).
Στον αντίποδα, η Γερμανία η οποία έχει χαμηλό λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ, πολύ πιθανό να εφαρμόσει ένα ευρύ φάσμα δημοσιονομικών μέτρων από την πλευρά των δαπανών, ώστε να τονώσει την ασθμαίνουσα οικονομία της, αυξάνοντας παράλληλα τις επενδύσεις και στηρίζοντας τη βιομηχανία της. Η οικονομία της Γερμανίας αναμένεται να διατηρηθεί σταθερή, το 2024, -μετά από τη συρρίκνωση του 2023- και να ανακάμψει ήπια, κατά μόλις 0,7%, το 2025.
Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης σημειώνουν καλές επιδόσεις, ιδιαίτερα η Ισπανία που θεωρείται ευρωπαϊκό success story και η οποία αναμένεται να επιτύχει ρυθμό ανάπτυξης 3%, χάρη στην ισχυρή αγορά εργασίας που τροφοδοτείται από τις μεταναστευτικές ροές, τον τουρισμό και την τόνωση της εξαγωγικής της δραστηριότητας.
Η ενεργειακή ασφάλεια
Σχεδόν τρία έτη μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, η ενεργειακή μετάβαση και η διασφάλιση της αυτονομίας της Ευρώπης παραμένει ύψιστη προτεραιότητα και, συνάμα, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, όχι μόνο για το 2025 αλλά και για τα επόμενα έτη.
Η επιστροφή του προέδρου Τραμπ πρόκειται να αναδιαμορφώσει την πολιτική των ΗΠΑ για το κλίμα και την ενέργεια, με εκτεταμένες επιπτώσεις διεθνώς. Το γεγονός αυτό, λοιπόν, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ευκαιρία για ισχυρή ώθηση στην εφαρμογή της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια.
Η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει τη θέση της ως αυτοδύναμος παγκόσμιος ηγέτης και τα μέλη της να υπερβούν τους πολιτικούς διαχωρισμούς που καθυστερούν την επίτευξη του στόχου της καθαρής ενέργειας, ενισχύοντας παράλληλα τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, το εμπόριο καθαρής τεχνολογίας και την ασφάλεια της ηπείρου.
Η Έκθεση Ντράγκι κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, αφού υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη χρειάζεται να αυξήσει τις επενδύσεις της έως και 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (800 δισ. ευρώ ετησίως) και να υπάρξει στενότερος συντονισμός μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.