Οι επιχειρηματικές επενδύσεις, παρά τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και γενικότερα τα κονδύλια που φτάνουν από την Ε.Ε. στην Ελλάδα και την αναπτυξιακή διαδικασία, παραμένουν στον «πάτο» των κοινοτικών επιδόσεων. Το χειρότερο στοιχείο, όμως, δεν είναι το συνολικό ύψος τους, αλλά η στασιμότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει ουσιαστική άνοδος σε σχέση με το 2029, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει σε πόρισμά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αιτία για την αδυναμία να πάρει μπρος επενδυτικά ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας είναι, σύμφωνα με το κοινοτικό όργανο, η χαμηλή ροή ξένων κεφαλαίων που θα μπορούσαν να φέρουν νέο «αίμα» στην αγορά. Επηρεάζουν, επίσης, πλέον η διεθνής συγκυρία και οι επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά υπάρχει και ένα άλλο μέτωπο: τα εταιρικά χρέη, τα οποία ναι μεν δεν είναι τόσο υψηλά όσο σε άλλα κράτη της Ε.Ε. (λόγω της δυσκολίας των ελληνικών επιχειρήσεων να προσφύγουν σε δανεισμό), αλλά έχουν τη χειρότερη αναλογία «κόκκινων» δανείων στην Ε.Ε.
Στο ίδιο πόρισμα της Κομισιόν ειδική μνεία γίνεται και για ένα άλλο πεδίο που χτυπά κόκκινο: για τις επενδύσεις στην αγορά κατοικίας. Στην αγορά κατοικίας οι τιμές αυξάνονται ραγδαία, με τον πιο υψηλό ρυθμό ανά την Ε.Ε. Σε αυτό το πεδίο, το πρόβλημα είναι το αντίστροφο: κρούεται ο κώδωνας για κίνδυνο διόρθωσης…
Για την πορεία του εταιρικού χρέους, αναφέρεται πως και στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ε.Ε., μειώθηκε ελαφρά (στο 52% του ΑΕΠ το 2023) λόγω των υψηλών επιτοκίων και της ονομαστικής ανάπτυξης. Επίσης, μειώθηκε γιατί η πιστωτική επέκταση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα «ήταν ανύπαρκτη λίγο κάτω από το 5%» και αυτή υποστηριζόμενη από το δάνειο του Σχεδίου Ανάκαμψης…
Επιπλέον αναφέρεται πως στην Ελλάδα, ενώ η άνοδος των τόκων είναι πιο περιορισμένη από ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε. και το κόστος δανεισμού έχει αρχίσει να μειώνεται κάπως, το μέσο κόστος δανεισμού παραμένει υψηλό σε σύγκριση με τα ιστορικά δεδομένα. Εκτιμάται μάλιστα πως «η επιβάρυνση από τόκους σε εταιρικά δάνεια είναι πιθανό να παραμείνει αυξημένη βραχυπρόθεσμα».
Το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΔΔ) στα εταιρικά δάνεια μειώθηκε περαιτέρω, στο 6,7%, το δεύτερο τρίμηνο του 2024, με τον μέσο όρο πάνω από το 8% το 2023, αλλά παραμένει το πιο υψηλό στην Ε.Ε. Οι δείκτες κερδών επιδεινώθηκαν το 2023, αυξήθηκαν ελαφρώς στις αρχές του 2024, αλλά παραμένουν οι επιδόσεις «μέτριες» σε σχέση με άλλα κράτη της Ε.Ε.
Η Επιτροπή εξηγεί πως τα ποσοστά εταιρικών επενδύσεων ήταν χαμηλά σε ολόκληρη την Ε.Ε. και μειώθηκαν περαιτέρω το 2023, όπως και η πραγματική αύξηση των επενδύσεων (ετήσια μεταβολή ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου). Η εταιρική επενδυτική δραστηριότητα έχει μειωθεί σε ολόκληρη την Ε.Ε. Στη Φινλανδία, στην Ουγγαρία, στη Δανία, στην Εσθονία, στην Αυστρία και τη Σουηδία η πραγματική αύξηση των επενδύσεων ήταν ιδιαίτερα ασθενής το 2023, ενώ τα ποσοστά επενδύσεων ήταν χαμηλά ήδη τα προηγούμενα χρόνια στην Ολλανδία, στη Γερμανία, στην Πολωνία, στην Ελλάδα και την Ιταλία. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, όπως η Ολλανδία και η Ιταλία, αλλά και η Σλοβενία, όχι μόνο οι επενδύσεις ήταν αδύναμες, αλλά και η πιστωτική ανάπτυξη.
Οι εκτιμήσεις για το μέλλον
«Το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και η υποτονική εμπιστοσύνη εξακολουθούν να επιβαρύνουν τη ζήτηση πιστώσεων και οι αβέβαιες προοπτικές συμβάλλουν στη συγκράτηση των επενδύσεων από τις επιχειρήσεις. Ενώ η αυστηρή νομισματική πολιτική είναι πιθανό να συνέβαλε στην επιβράδυνση των επενδύσεων, οι παραγωγικές επενδύσεις στην Ε.Ε. ήταν ήδη χαμηλές πριν από τον πρόσφατο κύκλο πιέσεων, ιδίως σε σύγκριση με τις ΗΠΑ» αναφέρεται. Επισημαίνεται επίσης πως «η συνολική μείωση των επενδυτικών δραστηριοτήτων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μειώσεις των επενδύσεων στις κατασκευές, αλλά και οι επενδύσεις στη μεταποίηση ήταν αδύναμες και μειώθηκαν περαιτέρω».
Για το μέλλον εκτιμάται πως ανά την Ε.Ε. οι εταιρικές επενδύσεις αναμένεται να ανακάμψουν, καθώς ενισχύεται η ζήτηση και οι συνθήκες χρηματοδότησης αναμένεται να βελτιωθούν. Το πρώτο εξάμηνο του 2024 τα τραπεζικά δάνεια ανέκαμψαν ελαφρά, γεγονός που μπορεί να σηματοδοτήσει ανάκαμψη των εταιρικών επενδυτικών δραστηριοτήτων, επισημαίνεται. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατης έρευνας, οι επιχειρήσεις ανέφεραν πως προσδοκούν άνοδο των επενδύσεων. «Παρόλο που η δημοσιονομική εξυγίανση που προβλέπεται σε πολλά κράτη-μέλη μπορεί να παρεμποδίσει τις εταιρικές επενδύσεις, τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και οι προσπάθειες του ιδιωτικού τομέα για την ενίσχυση των πράσινων και ψηφιακών επενδύσεων αναμένεται να συμβάλουν στην ανάκαμψη» εκτιμάται.
Η Ελλάδα στις 5 χώρες που κινδυνεύουν
«Στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στην Κροατία και την Ουγγαρία, η πρόσφατη αύξηση των τιμών των κατοικιών είναι ιδιαίτερα υψηλή. Σε αυτές τις χώρες και στην Πορτογαλία, όπου οι τιμές των κατοικιών είναι έντονα υπερτιμημένες, η πρόσφατη εξέλιξη των τιμών των κατοικιών μπορεί να θεωρηθεί ως παράγοντας κινδύνου για μελλοντική πιο απότομη διόρθωση εάν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν» αναφέρει η Επιτροπή στο πόρισμά της. Εξηγεί πως στην Ελλάδα οι ανησυχίες που σχετίζονται με την αγορά κατοικίας αυξήθηκαν λόγω της υπερβολικής ανόδου των τιμών των κατοικιών. Οι τιμές των κατοικιών εκτιμάται ότι είναι υπερτιμημένες κατά περίπου 20% σήμερα.
Αυτό έγινε έπειτα από σημαντικές αυξήσεις κατά 7,6%, 11,9% και 13,8% το 2021, το 2022 και το 2023, αντίστοιχα. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 οι τιμές των κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται κατά 9,3% σε ετήσια βάση, αν και παρέμειναν κάτω από τα επίπεδά του 2007.
Η αύξηση των τιμών των κατοικιών εκτιμάται πως οφείλεται τόσο στην αναζωογόνηση της εγχώριας όσο και της εξωτερικής ζήτησης, καθώς και στην περιορισμένη προσφορά λόγω υποτονικών επενδύσεων για χρόνια. Από το 2017 η αύξηση των τιμών των κατοικιών έχει ξεπεράσει την αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών κατά περισσότερο από 20 ποσοστιαίες μονάδες, επισημαίνεται. Η επιτάχυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας (οι οικοδομικές άδειες αυξήθηκαν κατά 28,8% το 2023) μπορεί να μετριάσει τον ρυθμό ανόδου των τιμών των κατοικιών τα επόμενα χρόνια, εκτιμάται. Οσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, πάντως, εκτιμάται πως η αγορά ακινήτων κατοικιών στην Ελλάδα θεωρείται πως υπόκειται σε χαμηλούς κινδύνους για το σύστημα.
Σε κλοιό η επιχειρηματικότητα στην Ευρώπη, πτωχεύσεις στον ορίζοντα
Σημαντικό στοιχείο στο πόρισμα της Ε.Ε. είναι οι προβλέψεις γι’ αυτά που μπορεί να έρθουν από το «εξωτερικό». Αναφέρεται πως σε πολλά κράτη-μέλη το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των πτωχεύσεων έχει αυξηθεί, ωστόσο στις περισσότερες χώρες αυτές οι αυξήσεις ήταν μικρές και συνοδεύτηκαν από αύξηση των εγγραφών νέων επιχειρήσεων. Τα υψηλά επιτόκια έχουν αυξήσει τα έξοδα τόκων των επιχειρήσεων και έχουν δυσκολέψει τη χρηματοδότηση επενδυτικών δραστηριοτήτων. Στην Ε.Ε. οι συνολικοί τόκοι που καταβλήθηκαν από τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 40% από το 2022 έως το 2023. Το 2024 το κόστος δανεισμού τόσο για το νέο χρέος όσο και για το ανεξόφλητο απόθεμα χρέους άρχισε να φθίνει ελαφρά, αλλά παραμένει σε ψηλά επίπεδα και η επιβάρυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλή στο εγγύς μέλλον, ενώ οι περισσότερες εταιρίες δείχνουν χαμηλή διάθεση να συνάψουν νέο χρέος και να επενδύσουν.
Καμπανάκι για τις τράπεζες, «αγκάθι» τα μη εξυπηρετούμενα χρέη
Η κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ελλάδα βελτιώθηκε, αλλά παραμένουν ορισμένες ανησυχίες, αναφέρει το πόρισμα της Επιτροπής. Συνδέει τα ανοιχτά μέτωπα κυρίως με το ύψος των «κόκκινων» δανείων, εξηγώντας πως πλέον δεν είναι στις τράπεζες αλλά στα funds, αλλά και πάλι πιέζουν την αγορά…
Αναλυτικά, επισημαίνει πως, ενώ το 2023 ο δείκτης των συνολικών μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα συνέχισε να μειώνεται, το 2024 αυξήθηκε ελαφρά στο 5,2% το 2ο τρίμηνο και κυρίως παρέμεινε ο υψηλότερος στην Ε.Ε. «Οι κίνδυνοι έχουν μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα και σε μικρότερο βαθμό στο κράτος, κι έτσι εξακολουθούν να έχουν την ικανότητα να επιβαρύνουν την οικονομία» επισημαίνεται. Η κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα αυξήθηκε περαιτέρω, αλλά παρέμεινε κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και η κερδοφορία ήταν κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. το 2023.
Για το χρέος των νοικοκυριών, αναφέρεται πως παράγοντες κινδύνου παραμένουν και εστιάζονται στο χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης, το οποίο ήταν αρνητικό τα περισσότερα από τα τελευταία δέκα χρόνια, και στο υψηλό ακόμη ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, αν και μειώνεται (είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε., στο 163,9% του ΑΕΠ το 2023 και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω το 2024 και το 2025, λόγω της ισχυρής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και των περιορισμένων δημοσιονομικών ελλειμμάτων), με «θυσία» πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 3% του ΑΕΠ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 27/12/2024)